Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Ο Σπύρος Λούης και η ωραία Ελένη

Στις 10 Απριλίου 1896, ο νερουλάς Σπύρος Λούης από το Μαρούσι, τερμάτισε πρώτος στον Μαραθώνιο στους Α΄ Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα και έγινε εθνικός ήρωας.

Στον αγώνα έτρεξε  για χάρη μιας Ελένης, με σκοπό να εντυπωσιάσει την μητέρα της  και να της αλλάξει την απόφαση που δεν τον ήθελε για γαμπρό. 

""Ο 23χρονος τότε, Σπύρος Λούης, αγαπούσε  την  Ελένη Κόντου,  την όμορφη ψυχοκόρη της πρακτικής μαμής  του Αμαρουσίου. Η δύστροπη θετή της μητέρα, Ασπασία Τερζοπούλου, ήθελε η κόρη της να παντρευτεί έναν πλούσιο και σπουδαίο γαμπρό. Ο Σπύρος Λούης όμως, δεν ήταν, ούτε πλούσιος, ούτε σπουδαίος  και δεν ήξερε γράμματα. Ήταν γιος μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας,   που βοηθούσε τον νερουλά πατέρα του στο κουβάλημα του νερού.

 Όταν είχε ξεσπάσει ο μεγάλος ενθουσιασμός στην Αθήνα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και για τον Αγώνα του Μαραθωνίου,  η Ελένη, η οποία επίσης τον αγαπούσε,  τον προέτρεψε να λάβει μέρος στον Μαραθώνιο, γιατί και ήξερε και εμπιστεύονταν τις δυνατότητές του στο τρέξιμο,  λέγοντάς του ότι αν νικούσε, θα κατακτούσε  την εύνοια της μητέρας της  που δεν θα μπορούσε πλέον να αρνείται τον γάμο τους επειδή στα μάτια της θα έπαυε να είναι ένας «ασήμαντος».

Έχει γραφτεί, ότι όλο το βράδυ της παραμονής του αγώνα, ο Σπύρος Λούης, προσεύχονταν. 
 

  • Ο Λούης με τα «φτερά στα πόδια»
     

Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, είχε εκπλήξει τους ανωτέρους του με την αντοχή του και χωρίς να το επιδιώξει, είχε αποδείξει ότι είχε «φτερά στα πόδια». Λέγεται ότι μια φορά που είχε ξεχάσει το πηλήκιό του και επρόκειτο να γίνει αναφορά τάγματος, έτρεξε σε πολύ λίγο χρόνο για να το πάρει από την Αθήνα στο Μαρούσι και πάλι πίσω στην Αθήνα. 

Στην Παρασκευή 10 Απριλίου 1896 – 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε ισχύ – 5η ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων, στις 2 το μεσημέρι, ο συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης από τον Τύμβο του Μαραθώνα. Ο συνταγματάρχης , Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος,  ήταν διοικητής του Σπύρου Λούη στο στρατό και γνώριζε την αντοχή του,  καθώς όπως ο ίδιος έλεγε, τον έστελνε να του πάρει τσιγάρα από τους Αμπελόκηπους στο Σύνταγμα και εκείνος πήγαινε και γυρνούσε πίσω, σε είκοσι λεπτά.

Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλες χώρες έλαβαν μέρος, στον Μαραθώνιο των Α΄ Ολυμπιακών Αγώνων. Όλοι έτρεξαν για το μετάλλιο. Ο Λούης  για την Ελένη.

Κατά την διάρκεια του αγώνα, σταμάτησε σε ένα καφενείο στο Πικέρμι, ήπιε ένα ποτήρι κρασί και δήλωσε στους χωρικούς που τον επευφημούσαν ότι εκείνος θα κέρδιζε τον αγώνα.

Στο Καλλιμάρμαρο, 100.000 άτομα  είχαν συγκεντρωθεί για να αποθεώσουν τον νικητή, καθώς πίστευαν ότι ένας από τους Έλληνες  θα κέρδιζε στην πατρίδα των Ολυμπιακών Αγώνων, ένα ολυμπιακό άθλημα που μόλις είχε γεννηθεί σε ανάμνηση μιας λαμπρής σελίδας της Ιστορίας της Ελλάδας.

Η αγωνία του πλήθους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν ένας  αγγελιοφόρος, που τον είχε στείλει ένας αστυνόμος, μόλις ο Σπύρος Λούης πήρε το προβάδισμα, μπήκε στο στάδιο και ανήγγειλε ότι  Έλληνας έρχονταν πρώτος.

 Τότε, το πλήθος των  100.000, σηκώθηκε όρθιο και άρχισε να πανηγυρίζει ζητωκραυγάζοντας: «Έλλην! Έλλην!»

Ο Σπύρος Λούης τερμάτισε πρώτος, με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, μέσα στο γενικό παραλήρημα του σταδίου.

– Τι αισθάνθηκες όταν μπήκες πρώτος στο στάδιο; τον ρώτησε ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα», 39 χρόνια μετά, όταν πήγε στο σπίτι του στο Μαρούσι  το 1935 να τον συναντήσει για να του εξιστορήσει τα γεγονότα του ιστορικού εκείνου αγώνα.

–  «Τίποτα. Πεινούσα, ύστερα από τόσο δρόμο» απάντησε ο Σπύρος Λούης!

Ο βασιλιάς Γεώργιος που βρίσκονταν στο στάδιο την ημέρα της νίκης του Σπύρου Λούη, τον ρώτησε τι δώρο ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό».

 Έτσι, απέκτησε δικό του υδροφόρο κάρο. "ΥΔΩΡ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ – ΣΠ. ΛΟΥΗΣ, ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ" έγραφε η ταμπέλα.  

""
 

  • Ο Εθνικός Ήρωας και η απούσα Ελλάδα
     

Στην τελετή απονομής, ο Σπύρος Λούης,  έλαβε «κλάδο ελαίας», το μετάλλιο και ένα κύπελλο.

""

«Μόλις προσπέρασα τον Αυστραλό, λύθηκαν τα πόδια μου. Απ΄τον γρήγορο ρυθμό όμως, οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Όχι, είπα. Αν σταματήσω θα ρεζιλευτώ στην Ελένη και στους δικούς μου. Θα κρατηθώ. Θα νικήσω για να υψωθεί η γαλανόλευκη και να ακουστεί ο ύμνος μας και άρχισα να ψέλνω τον Εθνικό Ύμνο, συγχρονίζοντας την μουσική στο ρυθμό του τρεξίματός μου. Μπαίνω στο στάδιο. Γίνεται χαλασμός. Άλλοι κλαίνε, άλλοι γελάνε, χειροκροτούν, σείουν οι άντρες τα καπέλα και οι γυναίκες τα μαντίλια. Ξαφνικά οι πρίγκιπες με σηκώνουν στους ώμους και με πάνε στο βασιλιά. Τον είδα να τρέχουν τα δάκρυά του και να φωνάζει αντάμα με τον κόσμο ρυθμικά: «Είναι Έλλην! Είναι Έλλην!» με αυτά τα λόγια ιστόρησε ο Σπύρος Λούης τον τερματισμό του.

Παρά το γεγονός ότι η φήμη του έφτασε στα πέρατα του κόσμου, εκείνος  γύρισε στο χωριό του, τσολιάς , με το μετάλλιο στο στήθος και δεν πήρε ποτέ μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα. Η νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν τον άλλαξε σαν άνθρωπο και δεν εκμεταλλεύτηκε τον τίτλο του Ολυμπιονίκη για να έχει οφέλη και προνόμια.

Με την νίκη του, μπόρεσε απλά, να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα! Παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ελένη και έζησε με ταπεινότητα όλα του τα χρόνια. Συνέχιζε να φοράει την φουστανέλα του, δούλεψε ως  νερουλάς, αγρότης και κηπουρός.  

Το 1938, 42 χρόνια μετά την νίκη του Μαραθωνίου, ο Ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης, τιμήθηκε  με σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του, κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής. Ύστερα από δυο χρόνια, στις 26 Μαρτίου 1940, έφυγε από την ζωή, πάμφτωχος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε  φροντίζοντας με στοργή και αγάπη,  την λατρεμένη  του σύζυγο Ελένη, που είχε αρρωστήσει και ήταν κατάκοιτη.
 

Αφήστε το σχόλιό σας

trikalanews

To trikalanews.gr χρησιμοποιεί cookies. Με την επίσκεψή σας συμφωνείτε με τους Όρους. Διαβάστε ΠερισσότεραΑποδοχή