Με εντολή διακοπής για το Σαββατοκύριακο, οι μικροπαραγωγοί βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο – Το ρεύμα περισσεύει, η τιμή παραμένει στα ύψη
Εδώ και λίγες ημέρες, μικροί παραγωγοί φωτοβολταϊκής ενέργειας – κυρίως στη Θεσσαλία – έλαβαν μια σαφή οδηγία: «κλείστε τα πάρκα σας το Σαββατοκύριακο». Ο λόγος; Το παραγόμενο ρεύμα περισσεύει. Οι μονάδες του ΔΕΔΔΗΕ και του ΑΔΜΗΕ δεν μπορούν να το απορροφήσουν, γιατί – απλούστατα – δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση.
Αυτό που μέχρι χθες παρουσιαζόταν ως ο πυλώνας της πράσινης μετάβασης, γίνεται σήμερα μια ακόμα πληγή για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και την αγροτική οικονομία. Και το ερώτημα είναι διπλό: πώς φτάσαμε ως εδώ και – κυρίως – γιατί ο λογαριασμός του ρεύματος παραμένει στα ύψη;
Η Ελλάδα παράγει… αλλά δεν καταναλώνει
Τα τελευταία χρόνια, η ηλεκτρική κατανάλωση στη χώρα έχει μειωθεί αισθητά. Η ενεργειακή κρίση, η ακρίβεια και η αποβιομηχάνιση έχουν περιορίσει τις ανάγκες. Την ίδια στιγμή όμως, νέα φωτοβολταϊκά πάρκα – μικρά, μεγάλα και τερατώδη – συνεχίζουν να αδειοδοτούνται και να συνδέονται στο σύστημα.
Πλέον, μιλάμε για δεκάδες γιγαβάτ εγκατεστημένης ισχύος. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, μόνο μέσα στο 2024 προστέθηκαν χιλιάδες μεγαβάτ νέων έργων. Το αποτέλεσμα είναι απλό και επικίνδυνο: η παραγωγή ξεπερνά την κατανάλωση.
Στο στόχαστρο οι μικροί
Το δίκτυο δεν αντέχει. Ο ΔΕΔΔΗΕ – χωρίς επαρκή εξοπλισμό αποθήκευσης – ζητά περικοπές. Αλλά δεν τις επιβάλλει σε όλους. Οι μικροί παραγωγοί είναι πιο «εύκολοι» να ελεγχθούν, πιο ανυπεράσπιστοι, και συνήθως τοπικοί. Είναι αυτοί που ξεκίνησαν με δάνειο, με προσωπική επένδυση, με προσδοκίες αποδοτικότητας.
Σήμερα, τους ζητείται να κατεβάσουν τον διακόπτη κάθε Σαββατοκύριακο. Η ζημιά είναι άμεση. Και η αδικία κατάφωρη. Διότι την ίδια ώρα, τα μεγάλα πάρκα συνεχίζουν να λειτουργούν. Οι νέες άδειες δίνονται απλόχερα, ακόμη και σε ξένα funds, με έργα ισχύος 100 και 200 MW. Και το ερώτημα γεννιέται:
Αν δεν έχουμε ανάγκη άλλο ρεύμα, γιατί εγκρίνονται νέα τερατώδη έργα;
Ποιος κερδίζει όταν δεν υπάρχει ανάγκη;
Το ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας λειτουργεί με έναν ιδιόρρυθμο μηχανισμό. Η τελική τιμή καθορίζεται από την τελευταία αποδεκτή προσφορά. Αν αυτή είναι υψηλή, όλοι πληρώνονται ακριβά – ακόμη κι αν υπήρχαν φθηνότερες προσφορές.
Στην πράξη, μπορεί η ενέργεια να περισσεύει, οι παραγωγοί να πληρώνονται μηδενικά ή και να γράφουν ζημιές, αλλά ο καταναλωτής δεν βλέπει καμία μείωση στον λογαριασμό του. Το αντίθετο: στην Ελλάδα πληρώνουμε από τις υψηλότερες τιμές ρεύματος στην Ε.Ε.
Αν υπάρχει ρεύμα «και για τις κότες», όπως λέει με πίκρα ένας παραγωγός στη Θεσσαλία, γιατί δεν πέφτει η τιμή; Πού πάνε τα υπερκέρδη; Ποιος τα χαίρεται; Και πώς είναι δυνατόν η πράσινη ενέργεια να οδηγεί σε κοινωνική αδικία;
Χωρίς ελπίδα, χωρίς δίκτυο
Οι μικροπαραγωγοί βλέπουν μπροστά τους ένα τείχος. Το κράτος που προώθησε τις μικρές εγκαταστάσεις, τώρα τις αφήνει απροστάτευτες. Οι προτάσεις για τοπική κατανάλωση της ενέργειας – με χρήση στην αγροτική παραγωγή, σε υποδομές, σε μικρές βιοτεχνίες – παραμένουν γράμμα κενό. Η τεχνολογία υπάρχει, το ενδιαφέρον υπάρχει, η πολιτική βούληση φαίνεται να λείπει.
Αντί να επενδύσει η Πολιτεία σε έξυπνα δίκτυα, αποθήκευση, ή σε δίκαιη διαχείριση της ενέργειας, επενδύει στην υπερσυγκέντρωση, στα μεγάλα συμφέροντα και στην αγορά που λειτουργεί ως καρτέλ.
Η Ελλάδα της πράσινης αντίφασης
Η εντολή «κλείστε τα πάρκα» δεν είναι απλώς τεχνική οδηγία. Είναι πολιτική πράξη. Είναι η επισημοποίηση μιας αντίφασης:
- Παράγουμε ενέργεια που δεν χρειάζεται.
- Κλείνουμε τους μικρούς για να προστατεύσουμε την «ισορροπία».
- Και πληρώνουμε – όλοι – ακριβά το πιο φθηνό αγαθό.
Το ερώτημα που μένει στον αναγνώστη είναι σαφές:
Αφού το ρεύμα περισσεύει, γιατί δεν φτάνει ποτέ φθηνότερο στην τσέπη μας;