Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «επίτευγμα ταχυδακτυλουργού»: από τη μια να πρέπει να εφαρμόσεις τον κανόνα «μόνο μία πρόσληψη για κάθε τρεις ή τέσσερις αποχωρήσεις εργαζομένων» και από την άλλη να καταφέρνεις να αυξήσεις και τον αριθμό των εργαζομένων στο Δημόσιο αλλά και τη συνολική μισθολογική δαπάνη. Ως προς την ακρίβεια του συμπεράσματος, αρκεί η παρουσίαση των επίσημων στατιστικών στοιχείων. Από την επεξεργασία των δεδομένων που δημοσιεύονται στο «μητρώο ανθρωπίνου δυναμικού του ελληνικού Δημοσίου», προκύπτει ότι το άθροισμα τακτικού και έκτακτου προσωπικού στον στενό δημόσιο τομέα, αλλά και στα εκατοντάδες νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έφτασε τον Δεκέμβριο του 2017 στις 698.727 άτομα και παρουσιάζεται αυξημένο κατά 21.924 άτομα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2015.
Τα ίδια στατιστικά στοιχεία αποτυπώνουν την «παραβίαση» του κανόνα της μιας πρόσληψης για κάθε τέσσερις αποχωρήσεις τόσο το 2016 όσο και το 2017, έτος κατά το οποίο οι προσλήψεις ήταν περισσότερες από τις αποχωρήσεις. Όσον αφορά την εξέλιξη της μισθολογικής δαπάνης, αυτή αποτυπώνεται στα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης αλλά και στην πρώτη έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το 2017, η δαπάνη εμφανίζεται αυξημένη κατά 616 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη του 2014, ενώ στο 9μηνο του 2018 παρατηρείται αύξηση 528 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το διάστημα Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2017. To 2018 είναι δεδομένο ότι θα κλείσει με αύξηση της μισθολογικής δαπάνης ενώ το ίδιο αναμένεται και για το 2019, δεδομένου ότι η κυβέρνηση προγραμματίζει πάνω από 15.000 προσλήψεις, χωρίς στον αριθμό αυτό να προσμετρείται η «έμμεση» απασχόληση στο Δημόσιο μέσα από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, όπως αυτό που ανακοινώθηκε την Πέμπτη, ή οι 10.000 πιθανές νέες προσλήψεις σε αντικατάσταση των κληρικών. Η μισθολογική δαπάνη το 2019 προβλέπεται να φτάσει στα 17,6 δισ. ευρώ από 15,9 δισ. ευρώ το 2015, με τη μεταβολή να προσεγγίζει πλέον το 1% του ΑΕΠ στην 4ετία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Όπως προκύπτει από το σύστημα «Απογραφή» –για την ακρίβεια των στοιχείων του οποίου η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατυπώνει έντονες επιφυλάξεις ειδικά σε ό,τι αφορά τη συγκρισιμότητα των στοιχείων από έτος σε έτος– ο αριθμός των «μονίμων» (τακτικό προσωπικό) στον στενό δημόσιο τομέα έχει ουσιαστικά παραμείνει αμετάβλητος από τον Δεκέμβριο του 2015. Τη συγκεκριμένη χρονιά, το τακτικό προσωπικό «μετρήθηκε» στις 566.913 άτομα ενώ αντίστοιχος αριθμός καταγράφηκε τόσο τον Δεκέμβριο του 2017 όσο και τον Αύγουστο του 2018. Αυτό το στατιστικό εύρημα προβάλλει η κυβέρνηση για να αποκρούσει την κριτική περί νέων προσλήψεων στο Δημόσιο.
Η στατιστική, όμως, δεν σταματάει στον στενό δημόσιο τομέα. Μεγάλη αύξηση παρατηρείται σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες εργαζομένων στο Δημόσιο που δεν υπάγονται σε περιορισμούς όσον αφορά τον αριθμό των προσλήψεων. Ετσι:
1. Το έκτακτο προσωπικό του στενού δημόσιου τομέα (δηλαδή οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου) μετρήθηκαν σε 65.547 τον Δεκέμβριο του 2015 για να αυξηθούν σε 71.042 τον Δεκέμβριο του 2016 και σε 78.297 τον Δεκέμβριο του 2017. Οι θεσμοί ζήτησαν να μπει φρένο από φέτος και να συγκρατηθεί ο αριθμός των συμβασιούχων για όλη την περίοδο μέχρι το 2022. Η φετινή χρονιά πρέπει να κλείσει με περίπου 62.439 συμβασιούχους και να παραμείνει στα επίπεδα των 55.000 μέχρι και το 2022 (η μείωση από το 2018 στο 2019 προβλέπεται ότι θα γίνει με τη μεταφορά συμβασιούχων στο μόνιμο προσωπικό λόγω των προσλήψεων που θα γίνουν για το «Βοήθεια στο σπίτι» αλλά και για την ειδική αγωγή).
2. Το τακτικό προσωπικό που απασχολείται στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (στην πραγματικότητα κερδοσκοπικές εταιρείες οι οποίες όμως βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Δημοσίου) αυξήθηκε από τις 33.571 άτομα, που ήταν τον Δεκέμβριο του 2015, στις 36.047 άτομα τον Δεκέμβριο του 2017.
3. Το έκτακτο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου εμφανίζεται να έχει υπερδιπλασιαστεί στην περίοδο 2015-2018. Το σύστημα «απογραφή» τούς μετράει σε 10.772 τον Δεκέμβριο του 2015, σε 15.447 τον Δεκέμβριο του 2016, σε 17.522 τον Δεκέμβριο του 2017 και σε 21.514 τον Αύγουστο του 2018.
Ως «ειδικές περιπτώσεις» αντιμετωπίζονται στατιστικά οι αιρετοί –οι οποίοι φτάνουν αισίως στις 8.527– οι μετακλητοί, τα μέλη Δ.Σ. αλλά και όσοι κατατάσσονται στις λεγόμενες «λοιπές ειδικές περιπτώσεις». Σε όλες αυτές τις κατηγορίες, το σύστημα «Απογραφή» έχει καταγράψει μεγάλη αύξηση στο διάστημα 2015-2017. Οι μετακλητοί, από 1.901 τον Δεκέμβριο του 2015, αυξήθηκαν σε 2.487 τον Δεκέμβριο του 2017. Οι αιρετοί, από 7.149, έφτασαν στις 8.248, οι πρόεδροι και τα μέλη Δ.Σ. από 1.124 σε 1.386 και αυτοί που κατατάσσονται στις «ειδικές περιπτώσεις» ανέρχονταν τον Δεκέμβριο στις 15.601 άτομα από 12.730 τον Δεκέμβριο του 2015.
Πώς «παραβιάστηκε» ο κανόνας 1 προς 4
Από τη στιγμή που και το 2016 και το 2017 αλλά και το 2018 έπρεπε να εφαρμοστεί ο κανόνας μειωμένων προσλήψεων σε σχέση με τις αποχωρήσεις, θα περίμενε κανείς ο σημερινός αριθμός του τακτικού προσωπικού να είναι μειωμένος. Αυτό δεν συνέβη, όπως αποκαλύπτεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Το 2016 (έτος εφαρμογής του κανόνα ένα προς τέσσερα), καταγράφηκαν 9.810 αποχωρήσεις και 8.211 προσλήψεις.
2. Το 2017 (επίσης έτος εφαρμογής του 1 προς τέσσερα), οι προσλήψεις ήταν περισσότερες από τις αποχωρήσεις καθώς έφτασαν στις 8.518 έναντι 7.595 αποχωρήσεων.
3. Το 2018 (έτος εφαρμογής του κανόνα μιας πρόσληψης για κάθε τρεις αποχωρήσεις), μέχρι και τον Αύγουστο είχαν σημειωθεί 4.517 προσλήψεις έναντι 5.177 αποχωρήσεων.
Η εξήγηση του φαινομένου κρύβεται στη «δημιουργική στατιστική» πτυχές της οποίας αποκαλύπτει και η 1η έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας της Κομισιόν:
1. Από τον κανόνα των προσλήψεων-αποχωρήσεων υπάρχουν εξαιρέσεις. Είναι οι προσλήψεις σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα των δήμων, προσλήψεις που έγιναν στο πλαίσιο συμμόρφωσης με αμετάκλητες αποφάσεις δικαστηρίων αλλά και προσλήψεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου. Στο όνομα των εξαιρέσεων έγιναν
4.301 προσλήψεις από το 2016 μέχρι και τον Αύγουστο του 2018 (1.927 το 2016, 1.455 το 2017 και 919 στους πρώτους μήνες του 2018).
2. Ο κανόνας ισχύει για το μόνιμο προσωπικό του στενού δημόσιου τομέα και των εποπτευόμενων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Δηλαδή, δεν αφορά ούτε στο έκτακτο προσωπικό ούτε στο τακτικό προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Αυτοί είναι και οι τρεις τομείς στους οποίους έχει παρατηρηθεί η μεγάλη αύξηση προσωπικού.
3. Η σημερινή κυβέρνηση, όπως αναφέρει η ίδια η Κομισιόν, εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι στην περίοδο 2012-2015 έγιναν λιγότερες προσλήψεις από αυτές που «υπαγόρευε» ο κανόνας και μετέφερε το συγκεκριμένο «δικαίωμα» στην περίοδο 2016-2018. Οι θεσμοί επέτρεψαν αυτή την πολιτική θεωρώντας ότι ο επιθυμητός στόχος που ήταν η μείωση του μισθολογικού κόστους είχε ήδη επιτευχθεί στην περίοδο 2009-2014. Τη «δημιουργική στατιστική» των εξαιρέσεων και των μεταφορών προσλήψεων από έτος σε έτος, θέλει να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση και για να δικαιολογήσει τις 15.000 προσλήψεις του 2019. Οι 3.000 προσλήψεις για το πρόγραμμα βοήθεια στο σπίτι αλλά και οι 4.500 προσλήψεις της ειδικής αγωγής θα αντιμετωπιστούν ως «μονιμοποιήσεις» καθώς πρόκειται για εργαζόμενους που ήδη απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ για τις επιπλέον 7.500 προσλήψεις θα αξιοποιηθεί ο προβλεπόμενος αριθμός αποχωρήσεων του 2019 αλλά και το όποιο «υπόλοιπο προσλήψεων» μείνει από το 2018.
Αύξηση 1,7 δισ. στη μισθολογική δαπάνη μεταξύ 2015-2019
Με τις προσλήψεις έκτακτου προσωπικού στον δημόσιο τομέα, με τη δικαιολογία της συμμόρφωσης με τις δικαστικές αποφάσεις ή της στελέχωσης νομικών προσώπων ιδιωτικού τομέα ή ακόμη και της μεταφοράς προσλήψεων από έτος σε έτος, η κυβέρνηση βρήκε τον τρόπο να παραβιάζει τον κανόνα του «1 προς 1». Το πραγματικό της εμπόδιο για το επόμενο διάστημα θα είναι η εξεύρεση του «δημοσιονομικού χώρου». Οι 10.000 προσλήψεις, σε αντικατάσταση των κληρικών που σχεδιάζεται να μεταφερθούν σε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από την Εκκλησία, πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον δημοσιονομικό χώρο. Δηλαδή, για να χρηματοδοτηθούν οι 10.000 προσλήψεις πρέπει να «κοπούν» φορολογικές απαλλαγές 200 εκατ. ευρώ. Και αυτό γιατί η Εκκλησία θα εξακολουθήσει να εισπράττει τα 200 εκατ. ευρώ υπό μορφήν «επιχορήγησης».
Το πόσο πραγματικά κοστίζει η απασχόληση στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί. Πέρα από την καθαρή μισθολογική δαπάνη, η οποία θα φθάσει στα 18 δισ. ευρώ το 2018 λόγω και της προσθήκης των αναδρομικών στα ειδικά μισθολόγια, κανονικά θα έπρεπε να προσμετρηθούν και τα ποσά που «κρύβονται» σε προγράμματα τόνωσης της απασχόλησης όπως αυτά του ΟΑΕΔ ή σε επιχορηγήσεις του Δημοσίου. Πάντως, την αυξητική τάση του μισθολογικού κόστους την αποτυπώνει και ο προϋπολογισμός του 2019, και το μεσοπρόθεσμο, αλλά και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το 2015, το μισθολογικό κόστος για το κράτος, τα νομικά πρόσωπα, τα νοσοκομεία, τους ΟΤΑ και τα ασφαλιστικά ταμεία ανερχόταν στα 15,9 δισ. ευρώ. Το 2017, η δαπάνη είχε φθάσει στα 16,3 δισ. ευρώ, ενώ το 2018, αν και ήταν προγραμματισμένο να δαπανηθούν 16,974 δισ. ευρώ, τελικώς φθάσαμε στα 17,9 δισ. ευρώ λόγω των αναδρομικών στα ειδικά μισθολόγια. Για το 2019, προβλέπεται δαπάνη 17,547 δισ. ευρώ, ενώ διατυπώνονται φόβοι για περαιτέρω αύξηση, καθώς οι εγκρίσεις αυξήσεων για τους εργαζομένους του υπουργείου Οικονομικών είναι πιθανό να προκαλέσουν διεκδικήσεις και από άλλα υπουργεία. Δηλαδή, από το 2015 μέχρι το 2019 η αύξηση της μισθολογικής δαπάνης θα φθάσει στο 1,7 δισ. ευρώ.
Του Θάνου Τσίρου, από την Καθημερινή