Εβδομήντα και πλέον χρόνια έχουν παρέλθει από τις τραγικές εκείνες ημέρες της καταλήψεως των Αθηνών και ολόκληρης της Ελλάδας από τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής. Μέσα όμως σε μια ατμόσφαιρα θλίψεως και οδύνης αναδείχθηκαν μορφές ηρωικές που χαλύβδωσαν το φρόνημα των Ελλήνων και ύψωσαν τη σημαία της αντίστασης κατά του κατακτητή. Από τις πρώτες ηρωικές πράξεις αντίστασης είναι η αντιμετώπιση των κατακτητών από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη, τον από Τραπεζούντος. Μορφή ηρωική που προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στο ποίμνιό του στη περιφέρεια Τραπεζούντος, το οποίο κατόρθωσε, με δικές του ενέργειες να διασώσει ακέραιο από τους διωγμούς των Νεοτούρκων και τις σφαγές του ποντιακού Ελληνισμού που ακολούθησαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή. Μετά από έντονο διπλωματικό αγώνα για τα δίκαια του Ποντιακού Ελληνισμού και μεγάλη διεθνή δραστηριότητα ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Αθήνα, πλήρης σεβασμού και αναγνωρίσεως αναδεικνύεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1939, ακριβώς για να επιτελέσει το χρέος της Εκκλησίας στις δύσκολες αλλά και ηρωικές στιγμές του Ελληνισμού που ακολούθησαν. Απαύγασμα της λάμψης και του μεγαλείου του ανδρός είναι η στάση του απέναντι στους Γερμανούς κατά την είσοδό τους στην Αθήνα και τα δύσκολα χρόνια της κατοχής που ακολούθησαν. Οι ιστορικές αναφορές και λεπτομέρειες που αναφέρονται, φανερώνουν την υψηλή προσφορά του κλήρου και της Εκκλησίας μας σε καιρούς κρίσιμους.
Τη 16η Νοεμβρίου 1940 ο Χρύσανθος και η Εκκλησία της Ελλάδος απευθύνουν έκκληση προς τις απανταχού της οικουμένης χριστιανικές Εκκλησίες. Καταγγέλλει την απρόκλητη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας (ανήμερα μάλιστα στην εορτή της Παναγίας), απαριθμεί τις βαρβαρότητες των επιτιθεμένων και τους καλεί «να αναλάβητε ζήλον Χριστού και να διαμαρτυρηθήτε και κινηθήτε και να κινήσητε τους λαούς υμών αξίως του αδικήματος, ίνα μάθωσι πάντες ως κοινόν εχθρόν να νομίζωσι τον άρπαγα…».
Στις 6 Απριλίου 1941 η Ιερά Σύνοδος με πρόεδρο τον Χρύσανθο απευθύνει διάγγελμα προς τον ηρωικώς μαχόμενο φιλόχριστο Ελληνικό Στρατό. Μεταξύ άλλων το διάγγελμα ανέφερε:
«Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, από της σήμερον ημέρας και έτερος εχθρός, η Χιτλερική Γερμανία, αδίκως και ανάνδρως επιτίθεται κατά της ιεράς ημών Χώρας… Αι δυνάμεις της ύλης και του σκότους συνώμοσαν κατά της δυνάμεως του πνεύματος και του φωτός. Αλλ’ ο μέγας Θεός, όστις είναι Πνεύμα, Φως και Ζωή, δεν θα επιτρέψη την Βασιλείαν του σκότους… θα συντρίψει και τον εκ Γερμανίας Εκατόχειρα Τυφυέα (sic), και θα ανατείλη και πάλιν… τον ήλιον της Δικαιοσύνης και Αληθείας…».
Με τη λήξη της μάχης των οχυρών και τη συνθηκολόγηση του ελληνικού Στρατού της Ηπείρου, οι Γερμανοί, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, κατευθύνονται ταχύτατα προς την Αθήνα. Η είσοδος τους αναμενόταν για τις 27 Απριλίου, ήδη όμως από τις 24 Απριλίου είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για την υποδοχή τους. Ο ίδιος ο Χρύσανθος σημειώνει στο ημερολόγιο του εκείνη την ημέρα: «Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ’ εντολήν του Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη δια να μοι ειπούν ότι μετά των ανωτέρω δύο και του Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών… έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη». «Εγώ είμαι πνευματικός αρχηγός της Πρωτευούσης. οι επερχόμενοι Γερμανοί και οι σύμμαχοι αυτών είναι ετερόδοξοι. Πως είναι δυνατόν να παραδώσω την πνευματικήν διοίκησιν της Ορθοδόξου πρωτευούσης εις ετεροδόξους;» Στην κατάσταση αυτή δέχεται την πρόσκληση του Δημάρχου Πλυτά, δια μέσου κάποιου κλητήρα, ότι οι Γερμανοί στρατηγοί θέλουν να μεταβεί ο Αρχιεπίσκοπος στη Μητρόπόλη, για να τελέσουν δοξολογία επί τη αφίξει τους στην Αθήνα. «Ο πάντοτε ειρηνικός και γαλήνιος Αρχιεπίσκοπος», σημειώνει ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, «αποτόμως συνωφρυώθη, ηγέρθη και εν θυμώ και οργή, με τόνο φωνής, ον αδυνατώ να αποδώσω, απάντησε:- Ποιος είσαι συ; Πήγαινε, φύγε αμέσως…», και στην ερώτησή του: τι να απαντήσω στον κ. Δήμαρχο; του απαντά «να ειπής ότι σε έδιωξα».
Η τρίτη μεγάλη πρόκληση για τον Χρύσανθο ήταν στις 29 Απριλίου, όταν προσκλήθηκε από τον Πλάτωνα Χατζημιχάλη (Υπουργό Εθν. Οικονομίας της κατοχικής Κυβέρνησης) να ορκίσει την επομένη τη δοτή στους Γερμανούς Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Του απάντησε: «Λυπούμαι πολύ διότι δια συμβολαίου και εντολή των Γερμανών σχηματίζεται Κυβέρνησις και ιδίως διότι μετέχει αυτής ο κ. Χατζημιχάλης (σ.σ. επίτροπος του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Πλάκας), τον οποίον εθεώρουν τίμιον Έλληνα. Σε νέα πίεση της Κυβερνήσεως να προσέλθει στην ορκωμοσία, ο Χρύσανθος απάντησε: «Η Εθνική Κυβέρνησις, την οποίαν ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Άλλην Κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω, …εις τοιαύτας υπόπτους και αντεθνικάς ενεργείας δεν είναι δυνατόν να δώση η Εκκλησία τον όρκον και την ευλογίαν της. Η Εκκλησία πρέπει να μένη μακράν από τοιαύτα πράγματα».
Ήδη από τις 2 Ιουνίου, η Γκεστάπο και οι Έλληνες συνεργάτες της είχαν αποφασίσει τον τρόπο αποπομπής του Χρυσάνθου. Στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η Εφημερίς της Κυβερνήσεως με την Συντακτική Πράξη της γερμανόδουλης Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, δια της οποίας «παύεται» ουσιαστικά ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Από την εκθρόνισή του και καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Χρύσανθος περιορίζει τις δραστηριότητές του στο μικρό οικίσκο της οδού Σουμελά 3 στην Κυψέλη, από την οποία «δεν επέτρεψεν εις εαυτόν ουδέ βήμα ποδός να εξέλθη», μη θέλοντας να ενοχλήσει τη νέα εκκλησιαστική και πολιτική κατάσταση. «Αποφασίζω να δοξάσω τον θεόν πάντων ένεκεν και να παραμένω παρακολουθών τους πόνους και τας ταλαιπωρίας, την πείναν και τας στερήσεις του ταλαιπώρου λαού μας και να συμπάσχω μετ’ αυτού», έγραφε στο ημερολόγιό του στις 18 Ιουλίου 1941.
Η απήχηση που είχε η ηρωική στάση του Χρυσάνθου εκδηλώνεται με το μεγάλο σεβασμό και την αναγνώριση της προσφοράς του από τον ελληνικό λαό, που ξέρει να τιμά τους αληθινούς ποιμένες του και να ακολουθεί το παράδειγμά τους. Η ωφέλεια όμως είναι μεγάλη και για την ίδια την Εκκλησία η οποία αποδεικνύεται για άλλη μία φορά πως ξέρει να συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων μαρτυρικών ιεραρχών, όπως του Γρηγορίου του Ε’, του Χρυσοστόμου Σμύρνης και τόσων άλλων, και γνωρίζει να επιτελεί την υψηλή αποστολή της σε καιρούς χαλεπούς.
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Δαλαγιώργου