Κατά τη διάρκεια των 200 ετών από τη σύστασή του, το Ελληνικό Κράτος τριπλασίασε την έκτασή του, περνώντας από τα 47.516 στα 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ενδεκαπλασίασε τον πληθυσμό του ξεκινώντας από 938.765 και φτάνοντας στους 10.720.000 κατοίκους
Μέσα σε αυτό το διάστημα η ποιότητα ζωής του πληθυσμού σημείωσε αλματώδη αύξηση, όπως αποτυπώνεται στους δημογραφικούς δείκτες που αποτελούν δείκτες ανάπτυξης και ευημερίας. Μεταξύ 1821 και 2021, το προσδόκιμο ζωής και για τα δύο φύλα αυξήθηκε από τα 35,7 στα 82 έτη (79 έτη για τους άνδρες και 85 για τις γυναίκες), η βρεφική θνησιμότητα περιορίστηκε στους 3,2 θανάτους ανά 1000 βρέφη , ενώ ο αριθμός παιδιών ανά γυναίκα έπεσε από τα 5,1 στο 1,3. Στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώνων, ο πληθυσμός από κυρίως αγροτικός έγινε αστικός.
Την τελευταία δεκαετία, και συγκεκριμένα από το 2011, ο πληθυσμός έχει μπει σε τροχιά πληθυσμιακής συρρίκνωσης, ως αποτέλεσμα του αρνητικού φυσικού ισοζυγίου. Οι γεννήσεις συνεχώς μειώνονται και υπολείπονται όλο και περισσότερο των αυξανόμενων θανάτων. Παράλληλα, αρνητικό είναι και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, με τα ρεύματα εκροής Ελλήνων (κυρίως νέων υψηλών δεξιοτήτων) και αλλοδαπών να υπερτερούν των εισόδων οικονομικών μεταναστών. Η αρνητική αυτή συγκυρία οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη απογραφή της ΕΣΥΕ, ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2021 ανερχόταν στα 10.432.481 άτομα και έχει μειωθεί κατά 400.000 άτομα σε σχέση με την απογραφή του 2011.
Η μείωση των γεννήσεων έχει ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το έτος 1920, η ηλικιακή δομή του πληθυσμού διαμορφώνεται από την επίδραση απότομων αλλαγών, όπως η ενσωμάτωση των πληθυσμών νέων εδαφών και οι απώλειες λόγω πολέμων. Ο πληθυσμός παραμένει νεανικός με τον δείκτη γήρανσης να αντιστοιχεί σε 13 ηλικιωμένους για κάθε 100 παιδιά.
Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το σχετικό βάρος του νεότερου πληθυσμού άρχισε να μειώνεται: από 25% το 1950 το ποσοστό των νέων κάτω των 15 ετών περιορίστηκε στο 21% το 1970 και έπεσε στο 12% το 2000. Αντίστοιχα αυξήθηκε η αναλογία των ηλικιωμένων 65 ετών και άνω. Από 6% και 8% αντίστοιχα το 1950 και 1970 έφτασε το 18% το 2000.
Εντυπωσιακή είναι η πορεία που ακολουθεί η διάμεσος ηλικία, ένας εναλλακτικός δείκτης μέτρησης της διαδικασίας της δημογραφικής γήρανσης. Η διάμεσος ηλικία υπολογίζεται στα 20,7 έτη το 1860 υποδηλώνοντας ότι ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν τότε νεότερος των 20 ετών. Στο ίδιο επίπεδο υπολογίζεται το 1920, ενώ στη συνέχεια ξεκινά μια σταθερά ανοδική πορεία. Το 1950 ανέβηκε στα 26 χρόνια, το 1972 ήταν πάνω από τα 32, ενώ σήμερα ξεπερνά τα 45 χρόνια! Η ηλικιακή διάμεσος αυξήθηκε, δηλαδή, κατά 6 χρόνια τις πρώτες 9 δεκαετίες και κατά 20 σχεδόν χρόνια μέσα στις επόμενες 7 δεκαετίες.
Η μείωση του πληθυσμού δεν αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο το οποίο θα μπορούσε εύκολα να ανατραπεί. Το ακριβώς αντίθετο: ο αριθμός των θανάτων θα συνεχίσει να αυξάνεται αφού η επιμήκυνση της μέσης διάρκειας ζωής έχει διογκώσει τον αριθμό των ατόμων σε μεγάλες ηλικιακές ομάδες. Από την άλλη πλευρά του ισοζυγίου, οι γεννήσεις θα συνεχίσουν να μειώνονται –ακόμα και αν αυξηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα- διότι τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας τα τελευταία 40 χρόνια έχουν σχηματίσει μικρές γενιές νέων σε αναπαραγωγική ηλικία. Έτσι, οι σημερινοί εν δυνάμει γονείς είναι λίγοι και τα παιδιά τους δεν επαρκούν να αντισταθμίσουν τους αναμενόμενους θανάτους.
Με τα παραπάνω δεδομένα η προοπτική εξέλιξης του πληθυσμού της Ελλάδας τις επόμενες τρεις δεκαετίες είναι λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη. Ο πληθυσμός, ο οποίος θα μειωθεί λίγο ή περισσότερο ανάλογα με την εξέλιξη πρωτίστως των μεταναστευτικών ρευμάτων και δευτερευόντως της γονιμότητας, υπολογίζεται ότι θα κυμαίνεται μεταξύ 8,5 και 10 εκατομμυρίων μέχρι το 2050. Η μείωση του πληθυσμού είναι αναπόφευκτη. Χωρίς να παραβλέπεται η ανάγκη ουσιαστικής πολιτικής ενίσχυσης των γεννήσεων, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως η λύση για μια βιώσιμη δημογραφική πολιτική δεν περνά από τις γεννήσεις. Ιδιαίτερα κρίσιμη για τη δημογραφική βιωσιμότητα της χώρας είναι η διαχείριση της συνεπακόλουθης μείωσης του εργατικού δυναμικού ώστε να αποφευχθούν οι δυσάρεστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειές της.
Βέβαια, στην Ελλάδα προς το παρόν έχουμε το αντίθετο πρόβλημα: στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, οι επιδόσεις της χώρας ως προς την απασχόληση συγκεκριμένων υπο-ομάδων του πληθυσμού είναι εξαιρετικά χαμηλές σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Παραδοσιακά, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τη χαμηλότερη απασχόληση μεταξύ των γυναικών, των νέων κάτω των 25 ετών και των ατόμων άνω των 55 ετών. Στους παραπάνω τομείς, η υστέρηση της χώρας μας έναντι των περισσότερων χωρών της ΕΕ, μετατρέπεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα παρέχοντας ένα ανέλπιστο εργαλείο διαχείρισης. Η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης μεταξύ συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων θα αντισταθμίσει σε κάποιο βαθμό τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Κάτι τέτοιο, όμως, πέραν των δομικών αλλαγών απαιτεί και αλλαγή νοοτροπίας.
Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς