Η παραίτηση ενός πρώην πρωθυπουργού από τη Βουλή θα μπορούσε να είναι μια πράξη θεσμικού μεγαλείου. Στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, όμως, μοιάζει περισσότερο με άσκηση πολιτικής σκηνοθεσίας, μια έξοδος που μοιάζει ριζοσπαστική μόνο επειδή γυρίστηκε σε βίντεο. Η εικόνα του «αντάρτη που φεύγει από τα έδρανα για να επιστρέψει στην κοινωνία» συγκινεί όσους αρκούνται στην αφήγηση. Όσοι, όμως, βλέπουν την πολιτική ως πεδίο ευθύνης και όχι ως σκηνή ρητορικής, διακρίνουν κάτι πολύ πιο πεζό: μια μετακίνηση ρόλου, όχι μια υπέρβαση.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν παραιτήθηκε από την πολιτική. Παραιτήθηκε από τον κόπο της θεσμικής συμμετοχής. Δεν εγκατέλειψε τίποτα που να τον επιβαρύνει ουσιαστικά∙ απλώς απέφυγε την καθημερινή λογοδοσία και τη φθορά της κοινοβουλευτικής παρουσίας. Επέλεξε την πιο άνετη μορφή «αντίστασης»: αυτήν που δεν μετριέται ούτε σε ψήφους ούτε σε πράξεις, αλλά σε εντυπώσεις. Από την ασφάλεια των εδράνων πέρασε στην ασφάλεια του παρασκηνίου, διατηρώντας ακέραιο το δικαίωμα της παρέμβασης χωρίς το βάρος της ευθύνης.
Οι υπερασπιστές του θα μιλήσουν για ανανέωση. Οι πιο οξυδερκείς θα δουν κενό εξουσίας. Γιατί κάθε φορά που ένας παλιός αρχηγός εγκαταλείπει χωρίς να αποχωρεί πραγματικά, φυτεύει αμφιβολία αντί για ελπίδα. Και όταν το κενό που αφήνει δεν καλύπτεται από ενότητα αλλά από πολλαπλές φιλοδοξίες, τότε δεν γεννάται ανασυγκρότηση∙ γεννάται κατακερματισμός.
Σε αυτή την κατακερματισμένη αντιπολίτευση, μόνο ένας μπορεί να αισθάνεται ασφαλής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Γιατί δεν χρειάζεται να κερδίσει καμία μάχη∙ αρκεί να παρακολουθεί τους αντιπάλους του να αναμετρώνται μεταξύ τους για το ποιος θα είναι ο νέος «εκφραστής» του χώρου. Και όταν μια αντιπολίτευση παύει να είναι αντίπαλος εξουσίας και γίνεται εσωτερικός ανταγωνισμός επιρροής, η κυβέρνηση δεν απειλείται — θωρακίζεται.
Αν αυτή είναι η νέα μορφή «αντιπολίτευσης», τότε η κυβέρνηση μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Η Ιστορία όμως όχι.