Είναι απορίας άξιο αν κατά τον σχεδιασμό της νέας πλατείας Τρικάλων, ελήφθη καθόλου υπόψη η πραγματικότητα της θερμικής επιβάρυνσης και του καύσωνα. Τα προβλήματα που παρατηρούνται ήδη, θέτουν ερωτήματα για τη σκοπιμότητα και την επιτυχία του έργου.
Η Θεσσαλία βιώνει διαδοχικά και ισχυρά κύματα καύσωνα. Τα τελευταία καλοκαίρια, ο υδράργυρος αγγίζει και ξεπερνά τους 40°C. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η νέα κεντρική πλατεία των Τρικάλων μοιάζει κάθε άλλο παρά φιλόξενη, τόσο για κατοίκους όσο και για επισκέπτες.
Τις ώρες της ημέρας, ο χώρος παραμένει άδειος. Το τσιμέντο και τα σκληρά υλικά υπερθερμαίνονται και εκπέμπουν τη συσσωρευμένη ζέστη ακόμα και αρκετή ώρα μετά τη δύση του ήλιου, δημιουργώντας αίσθηση ασφυξίας σε όποιον διασχίζει την πλατεία. Η έλλειψη μεγάλων δέντρων και φυσικής σκιάς καθιστά αδύνατη την παραμονή για ξεκούραση ή κοινωνικοποίηση, στοιχεία που υποτίθεται πως αποτελούν βασική λειτουργία ενός τέτοιου δημόσιου χώρου.

Δροσιά μόνο στις αναμνήσεις: Η παλιά πλατεία των Τρικάλων, όπως τη θυμόμαστε
Αναρωτιέται εύλογα κανείς: Ο εμπνευστής και οι μελετητές του έργου έλαβαν υπόψη τους την αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των καυσώνων; Υπήρξε κάποια σοβαρή πρόβλεψη για το πώς θα επηρεάζει το μικροκλίμα και τη χρήση της πλατείας η σχεδόν πλήρης επικράτηση του τσιμέντου και της πέτρας;
Το κόστος του έργου ήταν δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το αποτέλεσμα – κι αυτό δεν αφορά μόνο την αισθητική. Η νέα πλατεία αποδεικνύεται πρακτικά άχρηστη τις περισσότερες ώρες του καλοκαιριού, ενώ το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις μεσημεριανές ώρες. Ακόμη και τη νύχτα, η θερμοκρασία παραμένει αισθητά αυξημένη, με την αίσθηση της δυσφορίας να παρατείνεται.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται το ερώτημα: Πόσο τραγικό είναι για μια πόλη όπως τα Τρίκαλα, που επιχειρεί να προβάλλει ένα σύγχρονο πρόσωπο, να κατασκευάζει μια κεντρική πλατεία που όχι μόνο δεν προσφέρει ανακούφιση από τη ζέστη, αλλά εντείνει το πρόβλημα;
Η κεντρική πλατεία Τρικάλων αποτελεί πλέον ένα ζωντανό παράδειγμα αστοχίας σχεδιασμού δημόσιου χώρου, ειδικά σε εποχές ακραίων θερμοκρασιών. Η δημόσια συζήτηση δεν μπορεί να μείνει μόνο στην όψη, αλλά να εστιάσει στον ρόλο που οφείλει να έχει ένας τέτοιος χώρος: λειτουργικός, δροσερός, προσβάσιμος και φιλόξενος – κάτι που, με τα σημερινά δεδομένα, έχει χαθεί.