Στους συν(τε)θλιμμένους ανθούς των Τεμπών.
Πάντα τὰ ποιήματά Του εἶδεν ὁ Θεὸς
καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. (Γέν. 1, 31)
Στις οπές του πλαγίαυλου η φύση
τη ζήση μελωδεί
και τη δύση θρηνωδεί.
Ερωτικό μελώδημα του Πλαστουργού
της φύσης ο λόγος
ηχοβολεί το σώμα του άκτιστου
κι αντιφωνεί
τη συνεσταλμένη αυτάρκεια του κτιστού.
Ατραπός η πορεία προς την ουσία.
Μετεωρισμό στη βεβαιότητα της φθοράς,
της σιγουριάς του ποθούμενου ψηλάφηση
συλλαβίζουμε
και το ποθούμενο απρόσιτο ατενίζουμε.
Άσαρκη ελπίδα η αθανασία
και φαντασίωση ιδεολογήματος.
Σε ποιον βαθμό ορίζουμε τα σύνορά σου, φύση;
Σε ποιο ύψωμα να διαγράψω
τη δρασκελιά της ζωής πέρα απ’ τη φθορά;
Αν πρόκριμα ελευθερίας
η υποταγή της φύσης στη θανή,
η ελευθερία κάνει τον γύρο του θριάμβου,
αφήνοντας πίσω της
τη σκόνη της δολιχοδρομίας στη φύση.
Η φύση δωρίζει τα άνθη της ύπαρξης
και η ελευθερία τη δυνατότητα
της άρνησης του δώρου,
σαρκώνοντας τον σεβασμό του Δωρητή
στο δημιούργημα.
Αγάπη υποταγμένη στο ερώμενο
και ποτέ υποτάσσουσα.
Βηματίζουν οι μεταπράτες στην ψηλαφητή
ευκλείδεια γεωμετρία της φύσης μας.
Στο τρίγωνο βλάστημά της
το άθροισμα των γωνιών
ισούται πάντα με θάνατο,
σκορπίζοντας αιθάλη
στους προσκυνητές
της γεωμετρίας του καμπύλου χώρου.
Στη διελκυστίνδα της αναμέτρησης όμως
προκρίνεται
η αποκάλυψη της εμπειρικής άγνοιας
απ’ την αισθητική αμεσότητα.
Πόθος αθανασίας γεννά τον έρωτα,
για να μετατεθεί η ζωή
απ’ τα σύνορα της φύσης
στην άμετρη συμμετρία της σχέσης,
στη μήτρα του κάλλους,
για να διαπλεύσουν οι τριήρεις πόθοι
τὸ άνυσμα ὁρᾶν ἐρᾶν.
Σοφοκλής Απ. Μητρούσιας