Γράφουν οι Κώστας Γκούμας – Τάσος Μπαρμπούτης
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν γνωρίζουμε ακόμη τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Όσα αναφέρουμε αφορούν στο σύνολο των προσώπων εκείνων που μετά τις εκλογές θα αναλάβουν να βγάλουν τη Θεσσαλία από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται και το οποίο δεν οφείλεται μόνο στην οργή της φύσης και στις λεγόμενες θεομηνίες.
Κατά την άποψη μας, ως γενική διατύπωση, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει «διπλό» χαρακτήρα.
Από την μια μεριά οι αιρετοί μας άρχοντες οφείλουν να ασκούν «χρηστή» διοίκηση στον χώρο και στον τομέα αρμοδιοτήτων τους παρέχοντας υπηρεσίες στον κόσμο και παράγοντας τα αναγκαία έργα και υποδομές.
Ταυτόχρονα όμως οφείλουν ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων που απασχολούν τον τόπο και τους πολίτες, έστω και αν πολλά από αυτά βρίσκονται στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Διοίκησης.
Και όταν λέμε «να διεκδικούν» προφανώς δεν έχουμε στο νου μας αυτό που σε μεγάλο βαθμό παρατηρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια στην Περιφέρεια, στην ΠΕΔ Θεσσαλίας και στους δήμους των μεγάλων πόλεων, όπου τα τεράστιας σημασίας ζητήματα που αφορούν στην ασφάλεια και την ίδια μας τη ζωή είχαν τεθεί σε δεύτερη μοίρα από τους τοπικούς μας εκπροσώπους, είτε στο όνομα δήθεν της «αναρμοδιότητας», είτε (το χειρότερο) για να μην γίνουν ενοχλητικοί στον πρωθυπουργό, στους κυβερνητικούς παράγοντες και στο κόμμα που τους στηρίζει στις τοπικές εκλογές, παρότι γνώριζαν τους κινδύνους που μας απειλούν.
Φαίνεται εξάλλου πως χάρις σε αυτήν την νοοτροπία παρατηρήθηκε η έλλειψη ενδιαφέροντος για την αξιοποίηση και του οργανωμένου μαζικού – λαϊκού παράγοντα (Επιμελητήρια, συνδικάτα, επαγγελματικές οργανώσεις, επιστημονικοί φορείς κλπ.) ώστε με την συνδρομή τους να ασκηθεί η ισχυρή πίεση που ήταν επιβεβλημένη και να ακουστούν επιτέλους οι συγκεκριμένες διεκδικήσεις από τα μισόκλειστα ώτα του εκάστοτε πρωθυπουργού και του κεντρικού συστήματος λήψης των αποφάσεων.
Και προφανώς, όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε, οι συναντήσεις με τους εκπροσώπους της κεντρικής εξουσίας σε «κλειστά» γραφεία, με πολλά χαμόγελα και επικοινωνιακή διαχείριση όλων αυτών των επαφών, ουδόλως ωφέλησαν τη Θεσσαλία, ούτε καν συνέβαλαν στην τήρηση των κατά καιρούς αποσπασματικών υποσχέσεων που είχαν δοθεί για σημαντικά έργα.
«Φοβέρα θέλει και ο θεός για να κάνει το θάμα του» έγραφε ο Καζαντζάκης.
Και εάν κάτι τέτοιο είχε συμβεί ίσως θα είχαμε βιώσει λιγότερες ανθρώπινες απώλειες, θα βλέπαμε λιγότερα σπίτια πλημμυρισμένα, θα είχαν κατά πολύ περιοριστεί οι κατεστραμμένες περιουσίες και το βουτηγμένο στις λάσπες βιός χιλιάδων συμπολιτών μας στη Θεσσαλία.
Και για να μην θεωρηθεί ότι τώρα, μετα τις καταστροφές και τον πόνο των πληγέντων, εμείς φωνασκούμε εκ του ασφαλούς, θα θυμίσουμε πως εδώ και χρόνια τέθηκε από την Επιτροπή μας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ) σαν πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα η ΑΣΦΑΛΕΙΑ της ανοχύρωτης Θεσσαλίας (δες εδώ {1} τον σχετικό σύνδεσμο).
Και αυτό δεν το έπραξαν κάποιοι «ειδικοί» η παντογνώστες αλλά μερικοί πολίτες που ανησυχούν και προσπάθησαν να «παντρέψουν» την επιστημονική γνώση που συγκεντρώθηκε εδώ και δεκαετίες γύρω από τα θέματα αυτά (σε συνέδρια, ημερίδες, ομιλίες, άρθρα, συσκέψεις, επαφές με πανεπιστημιακούς, με ειδικούς μελετητές κοκ) με τα αιτήματα των θεσσαλικών οργανώσεων και να την μετατρέψουν σε ένα κατανοητό από τους συμπολίτες μας ενιαίο πλαίσιο ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ που υποβλήθηκε προς κάθε κατεύθυνση.
Και στο πλαίσιο αυτό τέθηκε επίμονα η ανάγκη προστασίας από πλημμύρες και από ξηρασία, η ταμίευση επιφανειακών υδάτων για οικολογική αποκατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων (υπόγεια και επιφανειακά) που επί δεκαετίες δέχονται ισχυρές πιέσεις από την γεωργία ελλείψει εναλλακτικών έργων υποδομής, η δημιουργία αποθεμάτων νερού σαν άμυνα απέναντι στην ξηρασία αλλά και για παραγωγικούς σκοπούς (αρδεύσεις), η σταδιακή μείωση και εξάλειψη των καταστροφικών υδατικών ελλειμμάτων, η δημιουργία ενός φορέα διαχείρισης υδάτων που θα συμβάλλει στον συντονισμό και στην επιτυχή εφαρμογή κανόνων και οδηγιών στους χρήστες νερού και αλλά πολλά, που δυστυχώς η σημασία που τους δόθηκε υπήρξε περιορισμένη.
Κάποιοι μάλιστα απέφευγαν συστηματικά ακόμη και να συναντήσουν την Ε.Δ.Υ.ΘΕ, μπας και τους χαλούσε την φτιαχτή εικόνα των «χιλιάδων» έργων που κατασκευάζονται και μήπως απειληθεί η αίσθηση που καλλιεργούσαν στον κόσμο ότι δήθεν «όλα πάνε καλά»….
Στη συνέχεια όμως ήρθε ο Ιανός (2020) και έδωσε ένα πρώτο ηχηρό μήνυμα πως ούτε καλά πάνε τα πράγματα, ούτε είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε τέτοια έντονα φαινόμενα.
Και επειδή όλοι αντιλήφθηκαν ότι είναι αναγκαία η συγκράτηση υδάτων στα ημιορεινά γύρω από τον κάμπο, πήγε ο πρωθυπουργός στο Μουζάκι (2020, 2021) και έδωσε μια υπόσχεση για την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος, κάτι που σύντομα «ξεχάστηκε» χωρίς περισσότερες εξηγήσεις.
Το ίδιο συνέβη και στην αρχή της προηγουμένης θητείας του όταν υποσχέθηκε την ολοκλήρωση των έργων Αχελώου που θα μας εξασφάλιζαν αποθέματα νερού για την περίπτωση ξηρασίας και για την αποκατάσταση των πληγέντων οικοσυστημάτων από τα τεράστια συσσωρευμένα ελλείμματα.
Η αρχικά θετική του στάση, όπως και του συνόλου των στελεχών του κόμματος του, εντέλει μετατράπηκε σε ρητή εντολή αποσιώπησης του θέματος αυτού, αγνοώντας τις τεράστιες οικολογικές επιπτώσεις στο ίδιο το «μπαζωμένο» από τα ημιτελή έργα ποτάμι, αδιαφορώντας για τα 500 περίπου εκατ. ευρώ από δημόσιους πόρους που έχουν επενδυθεί στα έργα αυτά και προσπερνώντας αδιάφορα τους κινδύνους καταρρεύσεων στην περιοχή των έργων από ισχυρές πλημμύρες, που προφανώς είναι αδύνατον να αποκλειστούν.
Και φυσικά ούτε καν έγινε δεκτή μια συζήτηση στη Βουλή ώστε να ληφθεί, μια οριστική απόφαση για την ολοκλήρωση των ημιτελών έργων ή έστω την κατεδάφιση τους (στην περίπτωση που αυτό θα έκρινε σωστό η εθνική μας αντιπροσωπεία), κάτι που εκτιμάται ότι θα απαιτούσε 200 περίπου εκατ. ευρώ.
Και όλη αυτή η κυβερνητική τακτική της «περιορισμένης ευθύνης» (επιεικώς) στηρίχθηκε στην ολόπλευρη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ακόμη και σήμερα αποφεύγει να διευκρινίσει πως εννοεί την προτεινόμενη από κάποια στελέχη της «ακύρωση» των έργων Αχελώου, έκφραση με την οποία επέλεξαν να τροφοδοτούν τις γνωστές ιδεοληψίες στο εσωτερικό του κόμματος, ενώ παράλληλα, με τέτοιες αμφίσημες διατυπώσεις, συνεχίζουν να «παραμυθιάζουν» τον ελληνικό λαό.
Και δυστυχώς αυτό δεν αποτελούσε τακτική μόνο από τα κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια αυτή την τακτική της εξαπάτησης ακολούθησαν με ευλάβεια και τα τοπικά στελέχη καθώς και οι φιλικά προσκείμενοι στο ΣΥΡΙΖΑ δήμαρχοι και αυτοδιοικητικοί παράγοντες.
Δυο χρόνια μετά τον Ιανό (2022) και λίγους μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2023 δρομολογήθηκαν από την κυβέρνηση διαδικασίες για την κατασκευή του τόσο σημαντικού φράγματος Σκοπιάς επί του Ενιπέα, που για την ώρα βρίσκεται σε διαγωνιστική διαδικασία.
Φυσικά καμμιά συζήτηση δεν έγινε για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο υδατικών έργων στη Θεσσαλία, σε συνδυασμό και με την αντιπλημμυρική προστασία, ενώ αγνοήθηκαν οι προτάσεις της ΕΔΥΘΕ για την εκπόνηση συνολικού σχεδίου (masterplan) έργων και δράσεων στον τομέα των υδάτων, παρότι αυτό προβλέπεται και από τις αντίστοιχες οδηγίες της ΕΕ.
Και αφού τα χρόνια αυτά οι κοινοβουλευτικές ομάδες των δυο μεγάλων κομμάτων αρνήθηκαν το αίτημα μας να τους επισκεφθούμε και να παρουσιάσουμε το πλαίσιο των θέσεων της ΕΔΥΘΕ, μετά από λίγο καιρό μας επισκέφθηκαν ο Ντάνιελ και οι πρόσφατες αλλεπάλληλες καταστροφικές πλημμύρες.
Τώρα οι προτάσεις για το μέλλον της περιοχής μας λέγεται πως βρίσκονται στα χέρια μιας έμπειρης Ολλανδικής εταιρείας (ΗVA).
Για μας όμως το ισχυρό χαρτί βρίσκεται στα χέρια του κόσμου που αγωνιά, των οργανώσεων που τον εκπροσωπούν και των παραγόντων εκείνων που εκλέξαμε κατά τις πρόσφατες εκλογές.
Σε ότι αφορά στις προτεραιότητες που πρέπει να επανεξεταστούν, στην μεθοδολογία σχεδιασμού και αντιμετώπισης των προβλημάτων και τα αναγκαία έργα έχουμε επανειλημμένα τοποθετηθεί (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 3 Οκτωβρίου 2023).
Το ζητούμενο πλέον είναι με ποιο τρόπο οι νέοι αυτοδιοικητικοί μας εκπρόσωποι θα συντονίσουν την κοινή προσπάθεια και πόσο σύντομα θα εγκαταλείψουν (αυτό δεν τους αφορά όλους) τις συνήθεις δημόσιες σχέσεις και την επικοινωνιακή τακτική, που ναι μεν εξυπηρετεί κάποιους από αυτούς, όχι όμως και τον λαό που παραμένει στο περιθώριο και πληρώνει την ανεπάρκεια των αρμοδίων.
Περιμένουμε ακόμη να δούμε πόσο γρήγορα οι νέοι αιρετοί θα διαμορφώσουν ένα κοινό πλαίσιο διεκδικήσεων, ειδικά τώρα που ακούγεται πως οι πόροι που θα διατεθούν για την αποκατάσταση των πληγέντων θα είναι σχετικά ενισχυμένοι, και πόσο ανυποχώρητα θα τις προβάλλουν, αξιοποιώντας εκτός των άλλων και τις υποσχέσεις του πρωθυπουργού και των υπουργών που δεν τηρήθηκαν.
Και με την ευκαιρία οφείλουν το ταχύτερο ΟΛΟΙ οι αυτοδιοικητικοί φορείς να δώσουν στην δημοσιότητα, ο καθένας για τον δικό του χώρο ευθύνης, το πόρισμα για την λειτουργία των αντιπλημμυρικών συστημάτων, τις αστοχίες που παρατηρήθηκαν (και ήταν πολλές), τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα, τις προτάσεις για παρεμβάσεις και έργα που θα πρέπει στην επόμενη περίοδο να πραγματοποιηθούν ώστε να μην ξαναζήσουμε ανάλογες καταστροφές.
Έχουν υποχρέωση οι αρμόδιοι να μας πληροφορήσουν γιατί το δυτικό τμήμα της Καρδίτσας πνίγηκε για μια ακόμη φορά και γιατί «έσπασε» το ανάχωμα προστασίας της κοντά στα «Χίλια δένδρα».
Ομοίως γιατί για πολλοστή φορά μετατράπηκε σε τεράστια λίμνη η περιοχή Παλαμά, Κεραμιδίου, Φαρκαδώνας κλπ. όταν επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν πνιγεί στην περιοχή άνθρωποι, ζώα, καλλιέργειες και περιουσίες.
Αλλά και στη Λάρισα που γλύτωσε στο παραπέντε τι δεν πήγε καλά, ποια αναχώματα έσπασαν και ποια εμπόδια μέσα στην ζώνη πλημμυρών έφεραν την πόλη στο χείλος της καταστροφής.
Τι ακριβώς συνέβη στην λεκάνη της Κάρλας που μετά από πολλές δεκαετίες κατέρρευσε σε πολλά σημεία το σύστημα προστασίας της από τις πλημμυρικές παροχές του Πηνειού.
Και βεβαίως γιατί ο Βόλος κυριολεκτικά καταστράφηκε από τα νερά των γύρω ορεινών όγκων που πλημμύρισαν την πόλη και τα οποία υποτίθεται πως θα συγκρατούσε ο «Κραυσιδώνας» και τα υπόλοιπα αντιπλημμυρικά έργα.
Το θέμα των υδάτων και της ασφάλειας της Θεσσαλίας ΔΕΝ είναι τεχνοκρατικό.
Είναι κυρίως πολιτικό και έγκειται στην πρόθεση της κυβέρνησης (πρωταρχικά) και των αυτοδιοικητικών μας παραγόντων να εφαρμόσουν τις ενδεδειγμένες και (σε γενικές γραμμές) γνωστές λύσεις που εδώ και χρόνια έχουν καταγραφεί.
Και με αυτά η ιστορία θα τους κρίνει.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ
{1} Αναφορά μελών ΕΔΥΘΕ στη Βουλή για το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας