Του Γεωργίου Παπασίμου
Αν και η τελικά η κορυφή του παγόβουνου, η πρόσφατη αποκάλυψη του non paper που έστειλε το State Department προς το Γενικό Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών σχέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, με το οποίο αποφαίνεται, ότι ο αγωγός EastMed δεν είναι οικονομικά βιώσιμος, αλλά και γεωπολιτικά επικίνδυνος, αποτέλεσε την ταφόπλακα αυτού του γεωπολιτικού στρατηγικού έργου.
Η εξέλιξη αυτή που συνιστά στρατηγική ήττα της Ελλάδος και της Κύπρου, παρά το αντικειμενικό γεγονός ότι εξαρχής η υλοποίηση του είχε σημαντικές οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες, καταδεικνύει τις φανερές, αλλά και αθέατες πλευρές που είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες για την κατανόηση του κρίσιμου αυτού ζητήματος, που εμπεριέχει πολιτικές – γεωπολιτικές, αλλά και οικονομικές – ενεργειακές πτυχές.
Συμβολικά η χώρα μας, απεδέχθει χωρίς καμία, έστω και για την τιμή των όπλων, αντίδραση την κυνική παρέμβαση της αμερικανικής γραφειοκρατίας αποδεχόμενη ασθμαίνως και με όρους εθνικής αναξιοπρέπειας αυτή την παρέμβαση των ΗΠΑ για ένα έργο που δεν τους αφορά άμεσα. Αλλά και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης ουσιαστικά «ποίησαν την νήσσαν» καταδεικνύοντας ότι το πολιτικό προσωπικό εξουσίας της χώρας μας στη μεγάλη πλειοψηφία του είναι κατώτερο των περιστάσεων.
Η Ε.Ε. που τον Απρίλιο του 2019 έκανε το αποφασιστικό βήμα, εντάσσοντας τον EastMEd στα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος και εγκρίνοντας χρηματοδότηση 34.500.000,00€ για τις τεχνικές μελέτες, στη συνέχεια επέδειξε πλήρη αδιαφορία και συνταυτίστηκε με την παραπάνω άποψη των ΗΠΑ. Έτσι, για ένα έργο που αφορούσε πρωτίστως και αποκλειστικά την Ε.Ε. και όχι τις ΗΠΑ, οι οποίες εν προκειμένω, πέραν των άλλων έχουν και εμπορικούς λόγους να είναι αντίθετες, λόγω της προώθησης του υγροποιημένου φυσικού αερίου από σχιστόλιθο, που παράγουν, και το οποίο απέκτησε μεγάλη αξία λόγω της δραματικής αύξησης του ενεργειακού κόστους, αξιοποίησε το αμερικανικό non-paper ως «Πόντιος Πιλάτος» για να απεμπλακεί από το ζήτημα των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και την πίεση για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα, που τελικά βρέθηκε κερδισμένη στην περίπτωση αυτή. Έτσι για μια ακόμα φορά η Ε.Ε. δια των οργάνων της κατέδειξε το ανύπαρκτο γεωπολιτικό αποτύπωμα της στη σημερινή ρευστή παγκόσμια κατάσταση .
Ανεξαρτήτως όμως των ενεργειών και στοχεύσεων των τρίτων παραγόντων, πρωταρχική ευθύνη για το ναυάγιο αυτού του έργου έχει η ελληνική κυβέρνηση. Οι υψιπετείς δηλώσεις περί «πράσινης μετάβασης» και η εξ αυτής δημόσια παραίτηση της χώρας, που πραγματοποιήθηκε με τις δηλώσεις Δένδια κατά την επίσκεψη του στη Σαουδική Αραβία, από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, με την γελοία αιτιολογία ότι αποτελούν αντικείμενο του παρελθόντος, λόγω της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποτελούν τον πυρήνα της υπονόμευσης του αγωγού αυτού. Και αυτό γιατί η υλοποίηση του EastMed ως ένα στρατηγικό γεωοικονομικό σχέδιο, αυτό που θα αντιστάθμιζε το υψηλό κόστος του ήταν τα ικανά κοιτάσματα φυσικού αερίου για τη μεταφορά τους μέσω αυτού στον ευρωπαϊκό Βορρά. Εκ των προτέρων δηλαδή βασιζόταν ως σχέδιο όχι μόνο στα κοιτάσματα που βρέθηκαν ως τώρα στις ΑΟΖ του Ισραήλ και της Κύπρου, αλλά και στα υπάρχοντα σημαντικά κοιτάσματα στην ελληνική ΑΟΖ νοτιοανατολικά της Κρήτης και στο Ιόνιο Πέλαγος. Ως εκ τούτου η αξιοποίηση και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στον ελληνικό χώρο αποτελούσε εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική αποδοτικότητα του EastMed. Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε το ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» περί δήθεν πρωτοπορίας της Ελλάδας στην «πράσινη μετάβαση» ουσιαστικά είναι αυτή που έβαλε το πρώτο και μεγάλο καρφί κατά του αγωγού EastMed. Το αμερικανικό non-paper αποτελεί τελικά το πρόσχημα εγκατάλειψης του.
Η ενεργειακή αυτή πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης έχει ήδη καταστρεπτικά αποτελέσματα, αφού πέραν της υπονόμευσης του EastMed έχει επιδεινώσει δραματικά το οικονομικό ισοζύγιο της χώρας και έχει δημιουργήσει ασφυκτικές πιέσεις στη πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών λόγω των ελάχιστων αυξήσεων στις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος.
Και για το μεν φυσικό αέριο η εγκατάλειψη των ερευνών και της αξιοποίησης των κοιτασμάτων, που βρίσκονται στον ελληνικό χώρο και ειδικότερα στα αδειοδοτημένα τμήματα της Κρήτης, με συνέπεια την αποχώρηση της ExxonMobil και της Total αποτελεί εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας αυτοκτονική εθνική πολιτική. Εκ παραλλήλου, ως προς το ηλεκτρικό ρεύμα το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων απειλεί απειλεί να τινάξει στον αέρα την οικονομία και την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό την ώρα που η Ελλάδα έκλεισε τις λιγνιτικές μονάδες της (1 τρις ευρώ υπολογίζεται ο λιγνιτικός πλούτος της χώρας) η Γερμανία από την οποία η χώρα μας εισάγει τις ανεμογεννήτριες, τις μηχανές και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, θα κρατήσει τις δικές της λιγνιτικές μονάδες και τις μονάδες άνθρακα ως το 2040. Πέραν της μακροπρόθεσμης δραματικής επιδείνωσης στο οικονομικό ισοζύγιο της Ελλάδος, όπου το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 400 δις, και την πρόδηλη αδυναμία της να δημιουργήσει στοιχειωδώς ένα ενδογενές παραγωγικό ανταγωνιστικό σύστημα, ήδη η τιμή ρεύματος στην παρούσα κρίση έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με τη Γερμανία.
Την ίδια στιγμή ως «ιδανικοί αυτόχειρες» εισάγουμε ρεύμα από τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων και την Τουρκία, που ζήτησαν και εξαιρέθηκαν από τους περιορισμούς της χρήσης άνθρακα και οι οποίες χρησιμοποιούν μονάδες ρυπογόνου άνθρακα. Πρόκειται αναμφισβήτητα για το απαύγασμα της υποτελούς πολιτικής του πολιτικού ελληνικού συστήματος και ιδιαίτερα της σημερινής κυβέρνησης, που πρωτοστατεί ως τραγικός «Δον Κιχώτης» στην πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας μέχρι το 2028. Οι πολιτικές αυτές μετέτρεψαν την Ελλάδα από ισχυρό εξαγωγέα ρεύματος, προ 20ετίας, να εισαγάγει το 1/3 των αναγκών της, ενώ το υπόλοιπο 1/3 το παράγει με εισαγόμενο φυσικό αέριο. Μόνο για το υπόλοιπο 1/3 έχει εσωτερική αυτάρκεια. Ακόμα και με την αγορά δικαιωμάτων ρύπων, το κόστος του λιγνικού ρεύματος είναι πολύ μικρότερο από αυτό του φυσικού αερίου εξαιτίας της τεράστιας αύξησης της τιμής του τελευταίου, που παρά τις επιφανειακές προβλέψεις κάποιων δεν φαίνεται να είναι συγκυριακή, αλλά αποκτά όλο και περισσότερο τα στοιχεία της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης του 1973.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα αν δεν είχε τόσο ισχυρά εξαρτημένο πολιτικό προσωπικό εξουσίας, αφενός θα ζητούσε την εξαίρεση της από τους περιορισμούς δεδομένου ότι η εκπομπή ρύπων της ανέρχεται στο 0,12% λόγω των τεράστιων αποθεμάτων λιγνίτη που διαθέτει και αφετέρου θα είχε προχωρήσει στην εξόρυξη του φυσικού αερίου, που πλέον έχει πιστοποιηθεί ότι υφίσταται σε μεγάλες ποσότητες νότια της Κρήτης, αλλά και στο Ιόνιο Πέλαγος, θέτοντας τις βάσεις για ενεργειακή της αυτονομία και σοβαρή οικονομική ανάπτυξη.