Πώς η κυβέρνηση προσπαθεί να μετατρέψει την κοινωνική αγανάκτηση σε έγκριση του έργου της
Αν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής άκουγε τον Μητσοτάκη ή τον Παπαστεργίου, θα νόμιζε ότι οι διαδηλώσεις δεν ήταν διαμαρτυρία, αλλά μια λαϊκή έγκριση της κυβέρνησης. Ότι οι πολίτες που γέμισαν τους δρόμους με πανό και δάκρυα, που φώναξαν “Δικαιοσύνη”, που απαίτησαν να πληρώσουν οι υπεύθυνοι, στην πραγματικότητα ζητούσαν απλώς από την κυβέρνηση να συνεχίσει το έργο της.
Κι όμως, δεν είναι αφέλεια. Είναι στρατηγική. Μια μεθοδική αντιστροφή της πραγματικότητας. Δεν ακούνε αυτό που τους λέει η κοινωνία· ακούνε αυτό που τους συμφέρει να ακούσουν. Έτσι, η οργή βαφτίζεται “παρότρυνση” και η δυσπιστία μεταφράζεται ως “ψήφος εμπιστοσύνης”.
Όταν το μήνυμα του λαού… παρερμηνεύεται
Ο Πρωθυπουργός είπε στη Βουλή ότι ένα μέρος του κόσμου που βγήκε στους δρόμους ήθελε να πέσει η κυβέρνηση, αλλά το μεγαλύτερο ήθελε να πάει η Ελλάδα ψηλότερα. Ο Παπαστεργίου είπε πάνω-κάτω το ίδιο, ότι οι πολίτες θέλουν ένα κράτος πιο ασφαλές και ότι η κυβέρνηση απλώς πρέπει να συνεχίσει να “εργάζεται” γι’ αυτό. Δηλαδή, οι ίδιοι άνθρωποι που διαδήλωσαν κατά της κυβέρνησης, στην πραγματικότητα, τη στηρίζουν.
Αυτή η προσέγγιση είναι κάτι παραπάνω από επικοινωνιακό τέχνασμα. Είναι περιφρόνηση. Περιφρόνηση προς όσους βγήκαν στους δρόμους επειδή νιώθουν προδομένοι. Περιφρόνηση προς όσους δεν μιλούν από κομματικό μικρόφωνο, αλλά από την καρδιά τους. Αντί να ακούσουν τη φωνή του κόσμου, την πλάθουν όπως τους βολεύει.
Και το ερώτημα είναι απλό: πώς νιώθουν σήμερα οι πολίτες, όταν ακούνε την κυβέρνησή τους να τους μεταφράζει λάθος; Όταν τους ακούει να φωνάζουν “φτάνει πια” και καταλαβαίνει “συνεχίστε έτσι”;
Οργή που γίνεται “καύσιμο” για το ίδιο το σύστημα
Υπάρχει κάτι επικίνδυνο σε αυτή τη στρατηγική. Γιατί όταν η εξουσία μπορεί να διαστρέφει την αγανάκτηση και να την παρουσιάζει ως επιδοκιμασία, τότε κανένα μήνυμα δεν φτάνει στον προορισμό του. Η κοινωνία μπορεί να διαμαρτύρεται, μπορεί να εξεγείρεται, μπορεί να ζητάει δικαιοσύνη· αλλά αν η κυβέρνηση μπορεί να παίρνει αυτή την οργή και να τη μετατρέπει σε άλλοθι για τη συνέχιση της πολιτικής της, τότε τι αλλάζει;
Πώς αντιδράς, όταν δεν σε ακούν πραγματικά, αλλά κάνουν πως σε ακούνε;
Η πολιτική, αν θέλει να έχει ουσία, πρέπει να βασίζεται σε καθαρά μηνύματα. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παριστάνει ότι το κύμα αντίδρασης που γέμισε τις πλατείες ήταν μια παρότρυνση να “προχωρήσει μπροστά”. Ήταν ξεκάθαρη απόρριψη του τρόπου που λειτουργεί το κράτος, των πολιτικών αποφάσεων που κοστίζουν ζωές, της αδιαφορίας που έχει ποτίσει τη δημόσια διοίκηση.
Η αλήθεια είναι απλή: κανείς δεν διαδήλωσε για να “πάει η Ελλάδα ψηλότερα”. Διαδήλωσαν επειδή η Ελλάδα θρηνεί και δεν αντέχει άλλο.
Κι αν η κυβέρνηση δεν το καταλαβαίνει αυτό, τότε η χώρα δεν πάει ψηλότερα. Πάει πιο βαθιά στο τέλμα της πολιτικής αυταρέσκειας.
Σ.Γ.