Η κυβέρνηση έχοντας χάσει κάθε σύνδεση με την πραγματικότητα θριαμβολογεί για την πορεία του τουρισμού, αγνοώντας πλήρως το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι τουριστικές επιχειρήσεις. Μετά από ένα πολύ μέτριο Πάσχα, οι τουριστικές επιχειρήσεις της Θεσσαλίας καλούνται να ανταπεξέλθουν στον εφιάλτη της ρήτρας αναπροσαρμογής της ενέργειας, στην αβεβαιότητα της διεθνούς συγκυρίας, στους φόρους, στον ΕΝΦΙΑ, στις διαρκώς διογκούμενες επιβαρύνσεις.
Μολονότι, ο Ιούλιος έφερε αισιοδοξία για την ανάκαμψη του τουρισμού, μετά από δυόμισι χρόνια περιορισμών, το γεγονός, ωστόσο, ότι δημιουργούνται προορισμοί δυο ταχυτήτων με υψηλές πληρότητες σε δημοφιλείς προορισμούς και μειωμένες κρατήσεις σε λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς προκαλεί αγωνία. Ειδικότερα, οι οδικές αφίξεις εμφανίζουν ραγδαία πτώση της τάξης του 41,3%, παρόλο που οι μετακινήσεις αυτές δεν είναι καθόλου αμελητέες καθώς στο εξάμηνο του 2019 ήταν μεγαλύτερες από τις αεροπορικές κατά 12%.
Τη στιγμή, λοιπόν, που ένας στους δύο Έλληνες αδυνατεί να κάνει έστω και μια εβδομάδα διακοπές, την ώρα που μόλις ένας στους έξι θα λάβει το voucher των 150 ευρώ ενώ, συγχρόνως, οι ξενοδόχοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το δύσκολο χειμώνα που έρχεται, οι πανηγυρικές δηλώσεις του υπουργού τουρισμού για το «απόλυτο success story» στον τουρισμό επιβεβαιώνουν το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην Κυβέρνηση και την πραγματικότητα.
Αντί, λοιπόν, για λόγια το Υπουργείο Τουρισμού πρέπει να περάσει σε συγκεκριμένες δράσεις που θα στηρίξουν τις τουριστικές αγορές που επισκέπτονται τη Θεσσαλία, που θα ενισχύσουν τον θεματικό και τον οδικό τουρισμό. Διότι, το αποτύπωμα που θα αφήσει η τουριστική δραστηριότητα στην ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία θα μετρηθεί το φθινόπωρο. Μέχρι τότε απαιτούνται συγκεκριμένα έργα, με ταυτόχρονες παρεμβάσεις στήριξης για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που δεν βλέπουν κανένα τουριστικό άλμα μπροστά τους, παρά μόνο αδιέξοδα.