Η Δημοτική Αρχή Μετεώρων ανακοίνωσε με υπερηφάνεια την ένταξη της «ανάπλασης» της πλαζ «Αλέκος» στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Μεταλλικός οικίσκος εστίασης, ξύλινες διαδρομές, φωτισμός, καθιστικά, γήπεδα, πινακίδες, ακόμα και αιώρες. Όλα με τον τίτλο των «ήπιων παρεμβάσεων» και τον μανδύα της «ανάδειξης του φυσικού τοπίου».
Μόνο που η πλαζ «Αλέκος» δεν χρειάστηκε ποτέ ανάδειξη. Λειτουργούσε ήδη — χωρίς οικίσκους, χωρίς φωτιστικά, χωρίς deck. Ήταν από μόνη της προορισμός. Όχι επειδή την είχε φτιάξει κάποιος δήμος, αλλά επειδή ο τόπος είχε αξία όπως είναι. Όταν ένα μέρος γεμίζει κάθε καλοκαίρι από κόσμο χωρίς να έχει καν ταμπέλα, δεν χρειάζεται branding∙ χρειάζεται σεβασμό.
Κι όμως, αντί για ενίσχυση των απαραίτητων υποδομών — δρόμοι που έγιναν «πρόχειρα», αντιπλημμυρικά που παραμένουν σε εκκρεμότητα, ανάγκες των ορεινών χωριών που χρονίζουν — προκρίθηκε πρώτα η επένδυση στη… σκηνογραφία. Γιατί εκεί η κάμερα γράφει καλύτερα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πλαζ «Αλέκος» έχει ήδη προβληθεί περισσότερο απ’ όσο έχουν προβληθεί τα πραγματικά προβλήματα του Ασπροποτάμου. Στην Ελλάδα, ορισμένα έργα δεν γίνονται για να λειτουργούν — γίνονται για να φωτογραφίζονται. Και εδώ, η «ανάπλαση» δείχνει να υπηρετεί περισσότερο την εικόνα του τηλεπαρουσιαστή-δημάρχου, παρά την ουσία του τόπου.
Αν αυτό ονομάζεται «ήπια παρέμβαση», τότε η γλώσσα χρειάζεται αναθεώρηση. Η ήπια παρέμβαση δεν βάζει μεταλλικό οικίσκο σε παρθένο τοπίο∙ δεν στρώνει ξύλινο διάδρομο πάνω σε χαλίκι∙ δεν προετοιμάζει σκηνικό με πινακίδες και φωτισμό.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: η πλαζ δεν “αναβαθμίζεται”. Εξευγενίζεται για χρήση. Κι όταν ένα μέρος που ανήκει στη φύση γίνεται σκηνικό για προβολή, σπάνια επιστρέφει στην αρχική του ταυτότητα.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πώς θα γίνει πιο όμορφη η πλαζ «Αλέκος». Το ερώτημα είναι για ποιον γίνεται πιο όμορφη.
Για όσους την αγαπούσαν όπως ήταν — ή για όσους χρειάζονται φόντο για επόμενη συνέντευξη σε πρωινή εκπομπή;