Σήμα κινδύνου εξαιτίας της λειψυδρίας εκπέμπουν αρκετές περιοχές της χώρας. Στη Θεσσαλία οι παραγωγοί βρίσκονται σε απόγνωση ενόψει της αρδευτικής περιόδου, με τη στάθμη του νερού στη λίμνη Πλαστήρα να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ ιδιαίτερα δύσκολη διαγράφεται η φετινή χρονιά και στη Χίο, όπου λαμβάνονται μέτρα υπό τον φόβο ανεπάρκειας πόσιμου νερού το καλοκαίρι.
Μετά την πρωτοφανή ξηρασία που επικράτησε το 2022 στην Ευρώπη, ο κίνδυνος για καταστροφική εκδήλωση του φαινομένου παραμένει ορατός και φέτος, με το Eurasia Group να προειδοποιεί πρόσφατα πως η λειψυδρία θα είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την οικονομία το 2023.
Ο όρος κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί πλέον μια θεωρητική έννοια αλλά μια πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες του κόσμου…
2 μέτρα κάτω η στάθμη της λίμνης Πλαστήρα
Το σοβαρότερο πρόβλημα εντοπίζεται φέτος στη Θεσσαλία: στα τέλη Ιανουαρίου η στάθμη της λίμνης Πλαστήρα ήταν κατά 1,80 μέτρα χαμηλότερη από πέρυσι. Από τότε μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου, δεν έβρεξε καθόλου, ενώ οι περιορισμένες βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου δεν ήταν ικανές να αλλάξουν την εικόνα. Η κατάσταση έχει εντείνει την αγωνία των παραγωγών, οι οποίοι επισημαίνουν πως οι καλλιέργειες αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα. Η ανησυχία είναι ακόμη μεγαλύτερη στους καλλιεργητές σιταριού και κριθαριού καθώς τα φυτά έχουν ήδη μεγαλώσει, λόγω του ήπιου χειμώνα, και έχουν ανάγκη από νερό. Η λήψη μέτρων θεωρείται επιτακτική. Σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική μελέτη, περίπου το 24% των εδαφών σε λοφώδεις περιοχές της Θεσσαλίας θα καταστεί ως το 2050 ακατάλληλο για καλλιέργεια λόγω διάβρωσης και το 7% λόγω αλάτωσης. «Η απώλεια εδάφους θα έχει αναπόφευκτα αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική γεωργική παραγωγή», ανέφερε πρόσφατα ο Ανδρέας Ι. Καραμάνος, ακαδημαϊκός, πρώην πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα
Στη Βόρεια Ελλάδα
Σοβαρή ανομβρία βιώνουν, επίσης, η Μακεδονία και η Θράκη ενώ συνολικά στη Βόρεια Ελλάδα από τον Οκτώβριο μέχρι σήμερα καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός ημερών με θερμοκρασίες υψηλότερες από το κανονικό για την εποχή που συνοδεύτηκαν και από σημαντική έλλειψη βροχοπτώσεων.
Χάθηκε πολύτιμο νερό
Ανησυχία επικρατεί και στην Ανατολική Κρήτη, καθώς η ανομβρία έχει μειώσει σημαντικά τα αποθέματα νερού στα φράγματά της. Οι ραγδαίες βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών αύξησε μεν το συνολικό άθροισμα του νερού, αλλά λόγω της βιαιότητας της βροχής σημαντικό μέρος της χάθηκε καθώς απέρρευσε γρήγορα.
Επιβολή μέτρων
Στις περιοχές που αντιμετωπίζουν λειψυδρία οι αρμόδιοι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο επιβολής περιορισμού στην κατανάλωση. Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι η Χίος όπου στις αρχές Φεβρουαρίου οι βροχομετρικοί σταθμοί της Κεντρικής Χίου, όπου διαμένει ο κύριος όγκος του πληθυσμού, είχαν καταγράψει σχεδόν 35 εκατοστά νερού, ενώ πιο ανησυχητική ήταν η κατάσταση στη Νότια Χίο και στα βορειοδυτικά, στη Βολισσό, με 22,9 εκατοστά. Τα δεδομένα σήμαναν συναγερμό για ενδεχόμενη έλλειψη νερού τη θερινή και τη φθινοπωρινή περίοδο. «Για πρώτη χρονιά ύστερα από πολλά χρόνια έχουμε 30 πόντους νερού, όταν τις άλλες χρονιές είχαμε κατά μέσο όρο 60-80 πόντους. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει βρέξει καθόλου και πως όσα επιφανειακά νερά είχαμε για να γεμίσουν οι λιμνοδεξαμενές και οι πηγές, δεν έχουν τρέξει. Ετσι είμαστε στο μηδέν. Και έχουμε μπροστά μας το καλοκαίρι που οι ανάγκες αυξάνονται λόγω τουρισμού», λέει στα «ΝΕΑ» ο Βασίλης Μυριαγκός, πρόεδρος της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρευσης Χίου. «Για να βρούμε νερό υπάρχουν δύο τρόποι: ο ένας είναι να βρέξει ο Θεός και ο δεύτερος να λάβουμε μέτρα. Αυξήσαμε τις μονάδες αφαλάτωσης, θα δώσουμε νερό από γεωτρήσεις προσπαθώντας να βελτιώσουμε την ποιότητά του. Πιστεύουμε πως θα βγάλουμε το καλοκαίρι – το τραγικό, όμως, είναι ότι δεν ξέρουμε τι θα γίνει του χρόνου…».
Οι προβλέψεις για λειψυδρία στην Ελλάδα είχαν διατυπωθεί εδώ και χρόνια. Η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2011 ανέφερε πως το 40% της ελληνικής επικράτειας, ιδίως στα ανατολικά και νότια, κινδυνεύει έως το 2100 να ερημοποιηθεί λόγω μειωμένων βροχοπτώσεων και αυξημένων θερμοκρασιών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»