Η απονομή της Δικαιοσύνης είναι έργο που κείται υπεράνω των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, όμως την εκτέλεση του έργου τούτου εξετέλεσαν, εκτελούν και θα εκτελούν άνθρωποι, Δικαστές. Η απονομή της Δικαιοσύνης είναι η μεγαλύτερη εξουσία που ανετέθη ποτέ σε άνθρωπο. Όμως είναι και η πλέον ευαίσθητη.
Εκ των παραπάνω συνάγεται ότι οι δικαστές οι οποίοι επιλέγονται να δικάσουν, πρέπει να έχουν καθαρή και αγαθή συνείδηση, γνώση τον Νόμου και προσήλωση σε αυτόν, αντικειμενικότητα και αμεροληψία, να ευρίσκονται μακράν της πολιτικής και των κομμάτων, να δίδουν έμπρακτα την εντύπωση ότι ματαίως οι διάδικοι ενδιαφέρονται για την σύνθεση τον δικαστηρίου.
Όμως, ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των αναιρουμένων και μεταρρυθμιζομένων αποφάσεων, σημαίνει δυστυχώς, έλλειψη επαρκούς επιστημονικής καταρτίσεως ή προσπάθειας επιστημονικής εξελίξεως ή ενημερώσεως, παράλειψη απαιτουμένης εργατικότητας, επιμελείας, σοβαράς σκέψεως, εις ικανό αριθμό των δικαστών.
Δυστυχώς ουδέποτε λειτούργησε η διαδικασία απομακρύνσεως των ανεπαρκών δικαστών, διότι πρέπει να γνωρίζουν ότι «Το κακώς δικάζεις αποδίδεται όχι εις τον κακώς δικάσαντα, αλλά εις ολόκληρον το σώμα των δικαστών».
Πέραν των ανωτέρω παρατηρείται έλλειψη της εκ του υψηλού αξιώματος επιβαλλομένης συμπεριφοράς των δικαστικών λειτουργών έναντι των παραγόντων της δίκης, πού αποτελεί βασικό μέλημα του παρόντος σημειώματος.
Στις 23 Φεβρουαρίου (η 7 Μαρτίου – δύο ημερολόγια είχαμε τότε) του 1835, ο «ελέω Θεού» (όπως γράφει) Όθων, Βασιλεύς των Ελλήνων, δημοσιεύει Διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως που ορίζει ότι : «οι πολιτικοί νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων οι περιεχόμενοι στην Εξάβιβλον τον Αρμενόπουλου, θέλουν ισχύη μέχρις ου δημοσιευθή ο Πολιτικός Κώδιξ, τον οποίον την σύνταξιν διατάξαμεν». Ο Αρμενόπουλος έγραψε στην Εξάβιβλο το 1360 και ήτανε πολύ σπουδαία συλλογή των Βυζαντινών νόμων. Την αναζήτησα και δείτε τι συμβουλές και διδαχές δίνει, πού λες ότι γράφτηκαν όχι περίπου εφτακόσια χρόνια πριν, αλλά χτες.
Το πρώτο κεφάλαιο της Εξαβίβλου τιτλοφορείται «Κριτών Προκατάστασις ή Περί Δικαιοσύνης». Αμέσως δίνεται ο ορισμός τον Δικαστή πού τον ονομάζει κριτή, έτσι, όπως λέει, ονομάζεται και ο Θεός, και τον καλεί να μην ντροπιάσει τον τίτλο αυτό, να είναι αδέκαστος, αμερόληπτος και να μην υπόκειται σε εξαπατήσεις, αποδίδοντας στον καθένα τα δίκαια. Κλείνει τον ορισμό λέγοντας : «Οποιος δεν έχει ήδη μέσα στην ψυχή του την αληθινή δικαιοσύνη, αλλά είτε έχει διαφθαρεί με χρήματα, είτε χαρίζεται λόγω φιλίας, είτε τιμωρεί με εχθρότητα ή υπόκειται στην εξουσία, δεν μπορεί να έχει ορθή κρίση.»
Ο δε Αριστοτέλης όριζε τον τέλειο Δικαστή «νου άνευ ορέξεων».
Ένα άλλο μείζον θέμα, πού συνδέεται σε κάποια σημεία με τα όσα παραπάνω ανέπτυξα, είναι αυτό της συμπεριφοράς των δικαστών απέναντι στους δικηγόρους και κυρίως απέναντι στους νέους δικηγόρους. Ο πρώην Αρεοπαγίτης Παρμενίων Τζίφρας συνέγραψε το 1981 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο
«Η Δικαστική εξουσία – Δικαιοσύνη – Δικασταί». Γράφει για τον δικαστή της έδρας «ο δικαστής της έδρας θα πρέπει, καθ' όλην τη διάρκεια της δίκης, να είναι πράος, ήρεμος, νηφάλιος και εν γένει ολύμπιος. Καίτοι βεβαίως εις τας φλέβας του δικαστού «δεν ρέει χαμομήλι ή τσάι, αλλά αίμα», οφείλει να είναι πάντοτε γαλήνιος.
Ο δικαστής έχει ανάγκη ψυχραιμίας και αυτοκυριαρχίας. 'Ελλειψις κάθε νευρικότητος πρέπει να χαρακτηρίζει πάσαν υπό την διεύθυνσίν του διαδικασίαν και συνεπώς να μην κυριαρχείται από πάθη, προκαταλήψεις, εξάψεις κλπ, αλλά να είναι προς όλους αντικειμενικός και δίκαιος. Καθήκον τον δικαστού είναι να μην εκδηλώνεται την ώρα της δίκης. Αποτελεί τούτο απόρροια τον βασικού καθήκοντος της αμεροληψίας. Η συμπεριφορά του πρέπει να είναι άψογος έναντι παντός, δι'αυτό και πρωτίστως εξαίρεται αυτή. «Ο δικαστής είναι θεατής των αγώνων των διαδίκων, έτοιμος να δώσει το γέρας της δίκης εις τον τελειότερον αγωνισάμενον».
Ο δικαστής θα δείξει από της έδρας αν είναι ευγενής και καλλιεργημένος. Αν διαθέτει κύρος και αν απολαμβάνει του γενικού σεβασμού διά την σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, την εντιμότητα, την πείραν και εν γένει την μόρφωσίν του. Η δεξιότης, η γοητεία, η απλότης, η στάσις του επί της έδρας (έκφρασις προσώπου και κινήσεις των χειρών), ο τρόπος και ο τόνος της φωνής του, η βαθύτης και η καθαρότης των σκέψεών του, η λιτότης και η ακρίβεια των εκφράσεων και η «ψυχρή προσοχή» με την οποία ακούει τους παράγοντας της δίκης αποτελούν αναμφισβήτητα προσόντα με τα οποία, ούτος κερδίζει και τους τυχόν αντιτιθεμένους.
Ο δε έγκριτος δικηγόρος Ευστάθιος Λιβιεράτος γράφει σχετικά σε νομικό περιοδικό : «Αι διαισθήσεις, ο συναισθηματισμός, αι προσωπικαί αντιλήψεις και δοξασίαι του δικαστού πρέπει να ληθαργούν, όταν ούτος ασκεί τα καθήκοντά του, διότι στην αντίθετη περίπτωση παραβιάζεται ευθέως το άρθρο 6§ 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950 (η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 53/1974, κατά το οποίο «παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου Δικαστηρίου) (Ποινικά Χρονικά ΜΣΤ σελ.147).
'Εχοντας αποχωρήσει εδώ και αρκετά χρόνια από την ενεργό δικηγορία, δεν έχω άποψη αν τηρούνται οι παραπάνω αναγραφόμενες παραινέσεις και σε ό,τι αυτές ευρύτερα υπονοούν. Δεν κρίνω, ωστόσο, σκόπιμο να ανατρέξω λεπτομερειακά στις παλαιές μου εμπειρίες, περιοριζόμενος να σημειώσω πως υπήρχε διάκριση, όχι από όλους τους δικαστές σε «συμπαθείς», «ευγενείς» και σε «αντιπαθείς και αντιδραστικούς» δικηγόρους.
Θα περιορισθώ σήμερα να ανατρέξω σε όσα επί του θέματος, με ευρεία έννοια αναφέρουν δυο εισαγγελικοί λειτουργοί, ένας εκ των οποίων σήμερα κατέχει τη θέση του αναπληρωτού υπουργού Δικαιοσύνης και ο άλλος εισαγγελέας Εφετών τότε.
Πρόκειται για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και τον Βασίλειο Φλωρίδη. Ο πρώτος με αφορμή τον εντός μηνός προσδιορισμό αγωγής ανωτάτου δικαστικού λειτουργού απευθυνόμενης ενώπιον τον Συμβουλίου της Επικρατείας, επισήμαινε με δήλωσή του: «Αν ισχύει αυτό, Θέλω να εκφράσω τον θαυμασμό μου για την ταχύτητα που επιδεικνύουν κάποιοι, όταν πρόκειται να προασπίσουν προσωπικά και συντεχνιακά συμφέροντά τους. Την θλίψη μου, γιατί ενέργειες σαν αυτήν απαξιώνουν και ρίχνουν στα μάτια του λαού τη Δικαιοσύνη. Εγώ προσωπικά και όλοι οι 'Ελληνες θέλουμε τη Δικαιοσύνη ψηλά, πολύ ψηλά, και τους δικαστές ένα δύο σύννεφα πιο χαμηλά από τον Θεό.»
Ο δεύτερος, ο Βασίλειος Φλωρίδης με άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,επισημαίνει : "Για ποια Δικαιοσύνη μιλάμε αλήθεια, τι είδους ποιότητα ποινικής Δικαιοσύνης απονέμουμε σ'αυτή τη χώρα".
Με μια σειρά και επί πολλά έτη ταξικών και ρουσφετολογικών τροποποιήσεων των ποινικών μας Νόμων στις περισσότερες των οποίων εισηγήθηκαν πανεπιστημιακοί που ασκούν δικηγορία, δηλαδή υπέρ των πελατών τους και με το ψευδοεπιχείρημα ότι θα γεμίσουν οι φυλακές, φθάσαμε στο σημείο να καταλήγουν στη φυλακή, κατά πλειοψηφία, φτωχοί άνθρωποι, τοξικομανείς και όσοι δεν έχουν διασυνδέσεις με πολιτικούς ή ισχυρούς.
Όσοι δηλαδή δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν μια πολυτελή υπεράσπιση ή την ποινή τους «ή δεν έχουν πρόσβαση σε πολιτικό για να τροποποιήσούν υπέρ αυτών το Νόμο» ή «πρόσβαση σε συγγενείς δικαστών» θα μπορούσε να προστεθεί.
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι «η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να είναι σαν τα φίδια και να δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους». Δηλαδή να επικρατήσει η αρχή του ριγορισμού σύμφωνα με την οποία ο Νόμος πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς εξαιρέσεις.