Η απόφαση Γερμανίας, Βρετανίας και Γαλλίας να επιτρέψουν στην Ουκρανία τη χρήση πυραύλων μακρού βεληνεκούς εντός ρωσικού εδάφους επαναφέρει τον κίνδυνο άμεσης στρατιωτικής κλιμάκωσης με τη Μόσχα
Η απόφαση του Γερμανού Καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς να ανακοινώσει δημόσια την άρση των περιορισμών χρήσης των ευρωπαϊκών όπλων μακρού βεληνεκούς που έχουν παραδοθεί στην Ουκρανία, ανατρέπει τις ισορροπίες του πολέμου. «Δεν υπάρχουν πλέον περιορισμοί στο εύρος των όπλων που παραδίδονται στην Ουκρανία, ούτε από το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε από τη Γαλλία, ούτε από εμάς», δήλωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας εμμέσως και τις ΗΠΑ – χωρίς όμως επίσημη επιβεβαίωση από την Ουάσιγκτον.
Η δήλωση αυτή μεταφράζεται στρατιωτικά ως άρση των όρων χρήσης για πυραυλικά συστήματα όπως τα βρετανικά Storm Shadow, τα γαλλικά SCALP-EG και τα γερμανικά Taurus, με ακτίνα δράσης που φτάνει έως και τα 500 χιλιόμετρα. Δηλαδή, επαρκής εμβέλεια για να χτυπηθούν στόχοι βαθιά μέσα στη ρωσική επικράτεια – και όχι μόνο σε ουκρανικά εδάφη υπό ρωσική κατοχή.
Ρωσική απάντηση: «Εξαιρετικά επικίνδυνο»
Η Μόσχα, διά του Κρεμλίνου, χαρακτήρισε «εξαιρετικά επικίνδυνη» την απόφαση και υπογράμμισε ότι τέτοιες κινήσεις «αντίκεινται σε κάθε προοπτική πολιτικής διευθέτησης». Δεν είναι η πρώτη φορά που η ρωσική ηγεσία προειδοποιεί για τις συνέπειες χρήσης δυτικών όπλων κατά στόχων εντός της Ρωσίας. Από τον Νοέμβριο του 2024, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει διακηρύξει δημόσια πως η Ρωσία διατηρεί το δικαίωμα να πλήξει κράτη των οποίων τα όπλα χρησιμοποιούνται εναντίον της.
Σε εκείνο το διάγγελμα προς τον ρωσικό λαό, στις 21 Νοεμβρίου, μετά από σειρά επιθέσεων με Storm Shadow και ATACMS στην περιοχή του Κουρσκ, η Μόσχα απάντησε με συνδυασμένο πλήγμα σε εγκατάσταση του ουκρανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, με τη χρήση ενός νέου υπερηχητικού πυραύλου μεσαίου βεληνεκούς, γνωστού με την ονομασία Orseshnik. Αν και ανεπιβεβαίωτο από δυτικές πηγές, το πλήγμα χαρακτηρίστηκε «απολύτως καταστροφικό» από ρωσικά μέσα.
Από τότε, καμία επίσημη επιβεβαιωμένη επίθεση με δυτικό πύραυλο μακρού βεληνεκούς δεν έχει πραγματοποιηθεί σε στόχο εντός της Ρωσίας, γεγονός που ερμηνεύεται από ορισμένους ως αποτέλεσμα της σιωπηρής δέσμευσης της Δύσης να μην ξεπεράσει την κόκκινη γραμμή της άμεσης ρωσικής αντίδρασης.
Απόφαση υψηλού ρίσκου
Η νέα επιλογή των Ευρωπαίων ηγετών, και ειδικά του Βερολίνου, μπορεί να θεωρηθεί ως μια πράξη αποφασιστικότητας. Μπορεί όμως και ως ένα βήμα προς την άμεση στρατιωτική σύγκρουση Δύσης–Ρωσίας. Το σενάριο κατά το οποίο η Μόσχα θα αντιδράσει με συμμετρικό πλήγμα εναντίον ευρωπαϊκού στρατιωτικού στόχου –όχι απαραιτήτως επί εδάφους Ουκρανίας– δεν θεωρείται πλέον αδιανόητο από διεθνείς αναλυτές. Οι δομές επικοινωνίας και αποτροπής (deconfliction) μεταξύ Μόσχας και ΝΑΤΟ παραμένουν αποδυναμωμένες.
Το πολιτικό διακύβευμα για το Κρεμλίνο είναι ξεκάθαρο, η ανοχή σε δυτικά πλήγματα εντός ρωσικής επικράτειας ισοδυναμεί με απώλεια εθνικού κύρους. Από την άλλη, η επιλογή απάντησης κατά ευρωπαϊκού εδάφους είναι στρατηγικά επικίνδυνη, καθώς θα ερμηνευτεί ως άμεση εμπλοκή στον πόλεμο και πιθανή επίκληση του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ.
Στο χείλος της στρατηγικής αποσταθεροποίησης
Δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που προειδοποιούν ότι έχουμε περάσει σε μια νέα φάση της σύγκρουσης. Αν τα βλήματα Storm Shadow ή SCALP-EG πλήξουν στρατιωτική βάση στη Ρωσία, η Μόσχα έχει κάθε λόγο –και προηγούμενη ρητορική κάλυψη– να απαντήσει. Εάν το κάνει, τότε το Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα αποκλιμακώσουν ή θα μπουν στο επόμενο στάδιο, μια σύγκρουση με χαρακτηριστικά γενικευμένου πολέμου.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι πύραυλοι. Είναι η απουσία στρατηγικής εξόδου. Η αδυναμία της Δύσης να προτείνει ένα ρεαλιστικό σχέδιο ειρήνης. Η εμμονή σε μία πολεμική σκακιέρα χωρίς σαφή κατάληξη. Και το ερώτημα δεν είναι πια αν θα ξεπεραστεί η κόκκινη γραμμή. Αλλά πότε – και ποιος θα βρεθεί από την άλλη πλευρά.