Τις προηγούμενες μέρες, πριν γίνει το μεγάλο κακό και συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι τα πράγματα δεν είναι απλά σοβαρά αλλά τραγικά εναντίον μας, στα Τρίκαλα είχαμε μια μεγάλη συζήτηση, αντιμαχίες και έριδες, για τον περιβόητο Καρβουνιάρη.
Το τρενάκι μιας άλλη εποχής, που ήρθε στην πόλη μας για να στολίσει την πλατεία απέναντι από τον ΟΣΕ και να αποτελέσει χρονική γέφυρα από το χθες στο σύγχρονο σήμερα.
Τον Καρβουνιάρη που κόσμησε το μεγάλο ψυχαγωγικό έργο του Μύλου των Ξωτικών και μέχρι πριν λίγες μέρες, πριν σταματήσει ο χρόνος στις ράγες, η δημοτική αρχή Τρικάλων ερχόταν σε σύγκρουση με τον Σύλλογο των Φίλων των Σιδηροδρόμων για το αν θα επιστρέψει ή όχι τη θέση του στον ΟΣΕ.
Και σκέφτεται κανείς…μακάρι να είχαμε όλοι υποστηρίξει με το ίδιο σθένος τη θέση του σημερινού τρένου. Να στηλώναμε πόδια και στάση απέναντι στην πολιτική που τόσα χρόνια απαξιώνει το μέσο που δημιουργήθηκε από τους φτωχούς ανθρώπους αυτής της γης, βήμα βήμα, καρφί με καρφί, σίδερο με σίδερο, μέσα στον κάμπο, για να μετακινούνται όλοι σε αυτόν τον τόπο.
Γιατί το τρένο, εγκρίθηκε από «μεγάλους», φτιάχτηκε με το αίμα των «μικρών» κάπου στο μακρινό 1884 για να μπορέσουν να δώσουν στα παιδιά τους ένα ασφαλές ταξίδι προς τον κόσμο. Ένα ταξίδι που τους επέτρεψε να κερδίσουν τη γνώση τους σπουδάζοντας μακριά ή το ψωμί τους ως εργαζόμενοι σε άλλες πόλεις και χώρες.
Μέσα μας σωρεύεται ο πόνος μας, αλλά και ο πόνος όλων αυτών των ανθρώπων του τότε, των μικρομεσαίων του σήμερα, που έκαναν και πάλεψαν με τα πάντα για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα βάλουν στο τρένο με την ευχή τους για καλές σπουδές, για καλή προκοπή, για μια καλύτερη ζωή.
Κι αυτή η ευχή επέστρεψε πίσω στάχτη γιατί κανείς δεν τη συμμερίζεται από τους υπεύθυνους στα σοβαρά, γιατί κανείς δεν παίρνει τις ζωές μας στα σοβαρά σε αυτή τη χώρα.
Ας γυρίσει λοιπόν ο Καρβουνιάρης που τόσο πόνο δεν είχε δώσει ποτέ σε μάνες και πατεράδες, εκεί έξω από τον ΟΣΕ. Να γίνει το μνημείο της «κοιλάδας των νεκρών», το μνημείο για την χαμένη διαδρομή από το μακρινό τότε προς ένα καλύτερο αύριο.