Μια μικρή ιστορία για ένα αγόρι που μοιάζει, αλλά δεν είναι το ίδιο. Και για μια πόλη που θυμάται.
Κάποτε, σε μια πόλη με πάπιες και πλατείες με σκιά, υπήρχε ένα αγόρι. Μικρός, μπρούτζινος, γελαστός.
Δεν μιλούσε πολύ — μόνο ουρούσε. Μα αυτό αρκούσε. Ήταν ο Νικολάκης.
Ήξερε πού πατάει. Είχε πίσω του νερό, δέντρα, περαστικούς που τον φωτογράφιζαν και παιδιά που τον χαιρετούσαν.
Κάποια μέρα, είπαν να φτιάξουν την πλατεία. Να την κάνουν καλύτερη, είπαν. Και μάζεψαν τον Νικολάκη, μαζί με τα νερά του, τα πουλιά και τη σκιά.
Πέρασε καιρός. Τρία χρόνια. Κι όταν γύρισε — ή μάλλον, όταν γύρισε κάτι — δεν ήταν αυτός.
Μπορεί να έμοιαζε. Να στεκόταν στην ίδια πλατεία. Αλλά ο τόνος ήταν πιο γυαλιστερός, η στάση λίγο πιο στημένη. Και, το βασικότερο, τίποτα δεν έτρεχε από μέσα του. Ούτε νερό. Ούτε μνήμη. Ούτε σιωπή.
Μήπως δεν είναι ο Νικολάκης;
Μήπως είναι ο δίδυμος αδελφός του – ο Δημητράκης;
Ο Δημητράκης αγαπάει τις αποφάσεις, όχι τις ιστορίες.
Δεν θέλει να παίζει με παιδιά, αλλά να στέκεται ακίνητος για φωτογραφίες.
Δεν χρειάζεται πάπιες – του αρκεί ένα drone.
Μπορεί να μην καταλαβαίνει τη διαφορά.
Μπορεί να πιστεύει πως κανείς δεν θυμάται.
Μα κάποιοι θυμούνται.
Και βλέπουν.