Του Ηλία Γιαννακόπουλου, Φιλολόγου
«Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος»
Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο κάποιες φράσεις από τα Ευαγγέλια και την Υμνογραφία της Μ. Εβδομάδας στοίχειωσαν στην μνήμη μου από την παιδική ακόμη ηλικία μου. Τακτικός τρόφιμος της κατανυκτικής ατμόσφαιρας της Μ. Εβδομάδας στο χώρο του ναού του χωριού μου αντιμετώπιζα με δέος την πορεία του Χριστού προς την Σταύρωση. Μία πορεία που στο παιδικό και εφηβικό μου μυαλό προκαλούσε θαυμασμό και πολλές απορίες.
Συνεπιβάτης μου σε αυτήν συνάντηση με τα Πάθη του Χριστού τα κείμενα των ευαγγελιστών και των υμνωδών της εκκλησίας μας. Τα κείμενα αυτά απέδωσαν με λιτότητα και αυστηρότητα την πορεία του Ιησού από το μυριόστομο “Ωσαννά” στο “άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν”. Από τον θρίαμβο στην άκρα ταπείνωση και στον σταυρικό θάνατο. Πώς να τα ερμηνεύσει και να τα εξηγήσει όλα αυτά το παιδικό και εφηβικό μου μυαλό;
Από αυτήν την πορεία του Ιησού εκείνα τα στοιχεία που με προβλημάτισαν τότε έντονα και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να δοκιμάζουν τις σχέσεις της Λογικής και της Πίστης είναι:
* Γιατί ο Χριστός επέλεξε το “Εκούσιον Πάθος”;
** Ποιος και πώς μπορεί κάποιος να παρασύρει έναν λαό και να τον οδηγήσει από το θριαμβευτικό “Ωσαννά” στo καταδικαστικό “Άρον, άρον , Σταύρωσον αυτόν”;
*** Ένας Σταυρικός Θάνατος πώς έτυχε της συγχώρησης του αδικαιολογήτως παθόντα με εκείνο το εμβληματικό “Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν”;
Παράλληλα με τα παραπάνω ερωτήματα αναφύονταν κι άλλα ερωτήματα στην προσπάθειά μου να βρω τις δέουσες απαντήσεις. Κάθε φορά, όμως, που διατύπωνα μία απάντηση ακολουθούσε μία άλλη ομάδα ερωτημάτων. Το πλήρες αδιέξοδο. Τώρα καταλαβαίνω πόση αλήθεια κρύβεται στη θέση του Μανουέλ Μονταλμπάν από το βιβλίο του “Τι το κάνατε το είδωλο της δημοκρατίας;”
“Ορισμένες απαντήσεις απέτυχαν, εξακολουθούν, όμως, να ισχύουν οι ερωτήσεις”.
H ανάλυση των παραπάνω ερωτημάτων συνιστά μία ακόμη προσπάθεια να βρω μία πειστική απάντηση για όλα αυτά που στοίχειωσαν στην μνήμη μου από τότε που αναζητούσα ένα «Γιατί» για όλα τα πράγματα. Οι δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος είναι μεγάλες στο βαθμό που συγκρούονται οι δύο κύκλοι. Ο κύκλος του Ορθολογισμού και ο κύκλος της Πίστης. Οι δύο αυτοί κύκλοι όταν τέμνονται στην ανάλυση και κατανόηση κάποιων φαινομένων δημιουργούν πολλές φορές λογικά παράδοξα και ερμηνευτικά τέρατα.
Ωστόσο και παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα θα επιχειρηθεί μία ερμηνευτική προσέγγιση εκείνων των ερωτημάτων που μέχρι και σήμερα κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου και ιδιαίτερα τις ημέρες που στους ναούς ακούγονται τα αριστουργήματα – γλωσσικά και μουσικά – των ευαγγελιστών και των υμνογράφων.
Το “Εκούσιον Πάθος”
“Ερχόμενος ο Κύριος, προς το εκούσιον Πάθος, τοις Αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ. Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού”.(Όρθρος Μεγάλης Δευτέρας, στιχηρό των Αίνων, ήχος α΄).
Το καίριο στοιχείο από τον παραπάνω ύμνο είναι το «εκούσιον», δηλαδή με τη θέλησή του. Ο Χριστός, δηλαδή, πάσχει ως θνητός. Στον Χριστό συνυπάρχουν οι δύο φύσεις, αυτή του ανθρώπου-θνητού και του Θεού, χωρίς να συγχέονται μεταξύ τους.
Με αυτά τα δεδομένα, της διφυούς υπόστασης του Χριστού – Θεανθρώπου, εύκολα αναδύεται το ερώτημα αν ό Χριστός ως Θεός θα μπορούσε να αποφύγει την βασανιστική πορεία προς την σταύρωση ή ήταν κάτι προδιαγεγραμμένο που υπερέβαινε και την ανθρώπινη βούλησή του, όπως διαφαίνεται κι από το «καθώς γέγραπται περί αυτού».
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στη εκπεφρασμένη δήλωση του Θεανθρώπου πως όσα υφίσταται τα υφίσταται εκούσια και χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Τα πάθη, δηλαδή, του Ιησού αποτελούν την απαρχή της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους και της λύτρωσής του από τα αμαρτήματα του παρελθόντος, για τα οποία βέβαια δεν έχουν ευθύνη οι άνθρωποι της εποχής του.
Η Θεία Οικονομία συνιστά το απόλυτο τεκμήριο της θυσίας και της αγάπης του Χριστού προς τον διαχρονικό άνθρωπο. Τα σωτήρια Πάθη καταυγάζουν την άφατη μακροθυμία του Θεανθρώπου προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αυτή η άμετρη φιλανθρωπία του έθεσε τις βάσεις του ηθικού και αξιακού μας συστήματος ως κοινωνίας ανθρώπων.
Ωστόσο, και χάριν της τεχνικής των “δισσών λόγων” των αρχαίων Ελλήνων και του υγιούς διαλόγου, κάποιοι θα αντιτείνουν πως τα πάθη και ο σταυρικός θάνατος του Χριστού δεν έκανε τον άνθρωπο καλύτερο. Οι ύβρεις, οι μαστιγώσεις, οι εμπαιγμοί, τα ραπίσματα, οι εμπτυσμοί και το αγκάθινο στεφάνι δεν στάθηκαν αρκετά για την ποιοτική βελτίωση της ανθρώπινης φύσης.
Ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι εγωιστής, βίαιος, άπληστος και επιρρεπής στο κακό και όχι στο καλό. Το «ένδον θηρίο» του εξακολουθεί να ορίζει κάθε του συμπεριφορά και να τον οδηγεί στην υπερβολή-Ύβρη, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου.
Οι Έλληνες έμειναν Έλληνες, οι Σέρβοι έμειναν Σέρβοι, οι Άγγλοι έμειναν Άγγλοι… Οι εθνικισμοί, ο ρατσισμός, ο φόβος του ξένου και ο πόλεμος εξακολουθούν να αποτελούν τις μόνιμες πληγές και το όνειδος του ανθρώπινου γένους και του πολιτισμού του.
Κι αν όλα αυτά αποτελούν μία διαπιστωμένη πραγματικότητα, πολλοί θα αντιτείνουν πως το “εκούσιον Πάθος” ήταν αλυσιτελές, αφού ο άνθρωπος εδώ και αιώνες συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο που δικαιώνει τη θέση του Χομπς “Homo homini lupus est”(ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος).
Από τα «Ωσαννά» στο «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν».
“…Όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν… έλαβον τα βάια των φοινίκων… και έκραζον: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου”.(Ευαγγέλιο,κατά Ιωάννη ΙΒ(12)1-18).
Οι σύγχρονες επιστήμες της Ψυχολογίας του Όχλου, της Κοινωνιολογίας και της Επικοινωνιολογίας θα μπορούσαν να διδαχτούν πολλά από την ευκολία με την οποία ο όχλος –λαός μεταπίπτει από την μία κατάσταση στην άλλη. Το “ευμετάβλητον” του λαού αποτελεί ένα διαχρονικό ζητούμενο για τους κοινωνιοψυχολόγους και τους πολιτικούς στο βαθμό που ενδιαφέρονται για την καθοδήγησή του.
Ίσως ο Λε Μπον να διδάχτηκε πολλά από αυτήν την βίαιη μεταστροφή του Ιουδαϊκού όχλου στο εμβληματικό βιβλίο του ”Η Ψυχολογία του Όχλου”.
Αποτελεί ιστορική παραδοξότητα αυτή η ταχύτατη μεταστροφή του λαού-όχλου από το ηχηρό και δοξαστικό «Ωσαννά» στο χλευαστικό και εκδικητικό, όσο και απάνθρωπο «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Κι αυτό γιατί ο Χριστός δεν αποτέλεσε έναν τυπικά ποινικό κατάδικο, αλλά μία ιδιάζουσα περίπτωση με πολιτικο-θρησκευτικό κατηγορητήριο.
“Μετά κλάδων υμνήσαντες πρότερον, / μετά ξύλων συνέλαβον ύστερον, / οι αγνώμονες Χριστόν” (Yμνογράφος).
Το εμφανές και πολλαπλώς προβαλλόμενο κατηγορητήριο από τους Γραμματείς και Φαρισαίους “περί προσβολής του Θεού” από τον Ιησού, δεν μπορεί να αιτιολογήσει, ούτε να δικαιολογήσει τόσο την αυστηρότητα της ποινής(σταύρωση),όσο και την βίαιη και ταχύτατη μεταστροφή του λαού-όχλου. Η άποψη πως πίσω από όλα αυτά υποκρύπτονταν πολιτικές σκοπιμότητες δεν φαίνεται να πείθουν, αφού ο Χριστός ποτέ δεν αμφισβήτησε ευθέως το πολιτικό status της εποχής του.
Ίσα-ίσα, ενώ ο λαός τον επευφημούσε ως σωτήρα και λυτρωτή από τον ρωμαϊκό ζυγό, ο ίδιος τους συμβούλευε – προέτρεπε να πειθαρχούν στους «νόμιμους» άρχοντές του. Γνωστή είναι η προτροπή του: “Απόδοτε ουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα Θεού τω Θεώ”.
Με την φράση αυτή ο Χριστός απέφυγε την παγίδα των διωκτών του, που ωστόσο δεν στάθηκε αρκετή για να αποφύγει την οργή του λαού και την καταδικαστική απόφαση του πολιτικού και θρησκευτικού κατεστημένου της εποχής του. Η σοφία των παραπάνω λόγων του Χριστού δεν μπόρεσε να εξευμενίσει ούτε το ακατανόητο μένος του λαού-όχλου, ούτε τις δόλιες προθέσεις και σχέδια των αρχόντων της εποχής του.
Ωστόσο, και παρά τις όποιες ερμηνείες που δόθηκαν κατά καιρούς, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για την μεταστροφή του λαού από το θριαμβικό «Ωσαννά» στο απάνθρωπο και σκληρό «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Πώς μπόρεσε ο ίδιος λαός να συνταχθεί τόσο γρήγορα και τόσο απόλυτα με τους διώκτες του Χριστού; Ποιο στοιχείο, ποια λόγια, ποια πράξη, ποια συμπεριφορά του Χριστού απογοήτευσε ή πρόδωσε τις προσδοκίες του όχλου;
Ερωτήματα αναπάντητα, αφού ο Χριστός ποτέ δεν εμφανίστηκε ως κοινωνικός ή πολιτικός επαναστάτης, για να δικαιολογείται μία τέτοια αποστροφή του λαού του και μία τέτοια σκληρή και αναίτια σταυρική τιμωρία.
Στις παραπάνω επισημάνσεις θα μπορούσε να προστεθεί και η ιστορική διαπίστωση πως οι κοινωνικοί και πολιτικοί επαναστάτες με το έργο, τη θυσία και τον θάνατό τους διεύρυναν τα όρια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου και περιόρισαν δραστικά την εξουσία και τις αυθαιρεσίες των τρόφιμων της κρατικής Εξουσίας Από την άλλη πλευρά πολλοί είναι εκείνοι που δυσκολεύονται να καταγράψουν ως γεγονός την προσφορά της θυσίας του Χριστού στον τομέα της Ηθικής τελείωσης και της οικοδόμησης του πολιτισμού και της ανθρώπινης ζωής πάνω στα θεμέλια της Ταπεινότητας και της Αγάπης.
Η συγχώρηση
“Πάτερ άφες αυτοίς ,ου γαρ οίδασιν τι ποιούσι”
Για πολλούς η κορυφαία στιγμή των Παθών του Ιησού, αλλά και της αμνησικακίας του είναι η συγχώρεση που δίνει στους εχθρούς τη στιγμή που είναι καρφωμένος στο σταυρό. Η στιγμή αυτή συνιστά μία απόλυτη υπέρβαση του Ιουδαϊκού νόμου και μία ιστορική θεμελίωση της αγάπης προς τον εχθρό. Το παραδοσιακό «αντιπεπονθός» θρυμματίζεται ως σύστημα δικαίου κι αντί αυτού προκρίνεται μία άλλη θεώρηση του μίσους και της αδικίας των άλλων.
Ο Άγγλος ποιητής Alexander Pope διακήρυξε εμφαντικά το: “Το να σφάλλεις είναι ανθρώπινο, το να συγχωρείς είναι θεϊκό”. Το «άφες αυτοίς» του πάσχοντα Ιησού είναι η διαχρονική απάντηση του ανθρώπου στην ανθρώπινη αδικία και κακία. Η εκδίκηση ως ποινή και συναίσθημα απορρίπτεται κι έτσι θεμελιώνεται μία νέα Ηθική Θεωρία που στοχεύοντας στη συγχώρηση του αδικοπραγούντος εξανθρωπίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς.
Στο «άφες αυτοίς» του Θεανθρώπου υποδηλώνεται ρητά πως στη συγχώρηση δεν υπάρχει μέτρο και όριο. Όταν ο Χριστός την ώρα που βασανίζεται μέχρι θανάτου μπορεί και συγχωρεί τους βασανιστές του, τότε ποιο μήνυμα διαχρονικό στέλνει στον άνθρωπο;
Εκτός, όμως, από τη συγχώρηση εκείνο το στοιχείο από τα λόγια του Χριστού που χρήζουν προσοχής και μελέτης είναι «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Με τη φράση αυτή ο Χριστός θέτει τα θεμέλια μίας διαφορετικής θεώρησης της αδικίας και του κακού. Διακηρύσσει με έμφαση πως η άγνοια οδηγεί στο κακό, δικαιώνοντας το Σωκρατικό «Ουδείς εκών κακός» ,με την έννοια πως κανείς δεν πράττει το κακό εφόσον το γνωρίζει.
Ο Ιουδαϊκός νόμος της ανταπόδοσης του κακού ως σύστημα δικαίου τροφοδοτούσε το κακό και το μίσος, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο εκδίκησης και αντεκδίκησης. Το «άφες αυτοίς» διδάσκει και προτρέπει μία διαφορετική στάση απέναντι στο κακό στο βαθμό που αυτό είναι προϊόν άγνοιας και έχει ως υποκείμενο το άτομο που δεν γνώρισε την αγάπη και την ψυχική τελείωση.
Ωστόσο αυτή η συγχώρηση του Χριστού εδώ και χρόνια με προβληματίζει τόσο για το μεγαλείο της όσο και για την ικανότητα του κάθε ανθρώπου να συγχωρεί τον βασανιστή του. Αλλά και ως οργανωμένη κοινωνία πολλοί θεωρούν πως αυτή η συγχώρηση, χωρίς όρια και όρους, είναι ατελέσφορη στην ελαχιστοποίηση των παραβατικών και απάνθρωπων συμπεριφορών.
Χρόνια τώρα πασχίζω, από τότε που μικρό παιδί άκουσα και διάβασα τον εμβληματικό λόγο του Χριστού «άφες αυτοίς», να βρω επιχειρήματα που να απαντούν επαρκώς στην απορία μου.
Πόσο είναι εφικτό αλλά και πρέπον ή θεμιτό για τον γήινο άνθρωπο να συγχωρεί με τέτοια μεγαλοψυχία και αμνησικακία τους βασανιστές του; H σύγχρονη πραγματικότητα φαίνεται να θέτει σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα του «άφες αυτοίς», αλλά και τον ηθικοποιητικό και διαπαιδαγωγητικό της ρόλο.
O συγγραφέας του βιβλίου “Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα”, Mercier Pascal είναι απόλυτα αρνητικός στη συγχώρεση κάποιων ανθρώπων με εγκληματική συμπεριφορά. Σχετικά γράφει στο κεφάλαιο «Δέος και φρίκη ενώπιον του Θεϊκού Λόγου»:
“Είναι απίστευτα αυτά που ζήτησε η Εκκλησία από τους πιστούς της: Να συγχωρούν τέτοια πλάσματα, ακόμα και να τ’ αγαπούν. Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι υπάρχει άνθρωπος ικανός για τέτοια ευσπλαχνία, ικανός για τέτοια αγάπη: Θα ήταν κάτι άνευ προηγουμένου, κάτι έξω από κάθε λογική και πέρα από κάθε αυταπάρνηση. Κάτι που θα είχε γι’ ανταμοιβή του μόνο τον ακρωτηριασμό και την καταστροφή. Αυτή η εντολή, αυτή η αλλόκοτη, παράλογη εντολή της αγάπης προς τον εχθρό, επινοήθηκε για να λυγίσει τον άνθρωπο ,για να λυγίσει το κουράγιο του, για να του κλέψει τη σιγουριά του, για να τον παραδώσει άβουλο κι άπραγο στα χέρια των τυράννων. Έτσι που να μη βρει ποτέ του τη δύναμη να τους αντισταθεί, με τα όπλα αν χρειαστεί”
Σίγουρα το υποκείμενο της συγχώρεσης γίνεται καλύτερο και ολοκληρώνεται ως ηθική οντότητα. Το υποκείμενο, όμως, της αδικίας και των βασανισμών πόσο γίνεται καλύτερο με την ατιμωρησία και την συγχώρεση; Πόσο το «άφες αυτοίς» μπορεί να εξημερώσει το εσωτερικό μας θηρίο και να τροποποιήσει τις ζωώδεις δομές της φύσης μας; Πώς θα μπορέσουμε ως είδος να κάνουμε την αναγκαία υπέρβαση της φύσης μας και να φτάσουμε σε ένα άλλο επίπεδο ζωής;
O Oρτέγα Υ Γκασέτ είχε τονίσει σχετικά με την ανθρώπινη φύση:
“Ο άνθρωπος είναι ένα είδος οντολογικού Κενταύρου, κατά το μισό βυθιζόμενος στη φύση, και κατά το μισό υπερβαίνοντάς την”.
Παράπλευρα ερωτήματα και διαπιστώσεις
Όπως προείπαμε κάθε απόπειρα απάντησης σε ένα ερώτημα προκαλεί καινούρια ερωτήματα που με τη σειρά τους γεννούν άλλα, αν θελήσεις να βρεις τις απαντήσεις τους. Πολλοί μελετητές του «Εκούσιου Πάθους» του Χριστού θεωρούν πως η υπερβατική για τα δεδομένα της εποχής του διδασκαλία και του προτύπου ζωής που πρόβαλε αντιμετώπισε τη δυσπιστία του λαού, αλλά και των ίδιων των μαθητών του.
Τεκμήριο αυτής της αδυναμίας του λαού και των μαθητών να κατανοήσουν το ρόλο του Θεανθρώπου είναι και η απαίτηση-παράκληση της μητέρας των υιών του Ζεβεδαίου:
“…Τι θέλεις; Λέγει προς αυτόν. Ειπέ να καθήσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών και εις εξ αριστερών εν τη βασιλεία σου. Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε: Δεν εξεύρετε τι ζητείτε”.
Ο παραπάνω διάλογος είναι ενδεικτικός του χάσματος που χώριζε το ρόλο του Χριστού (με την ενανθρώπισή του) με τις απαιτήσεις του λαού, που στο πρόσωπό του έβλεπαν την αυριανή εξουσία .Η έννοια της πνευματικότητας και της θέωσης του ανθρώπου απουσιάζουν παντελώς από τον κοινό νου των ανθρώπων της εποχής του.
Γι αυτό και δεν πρέπει να μας ξενίζει η φράση του Ιησού λίγο πριν το σταυρικό του θάνατο.
“Περίλυπος εστί η ψυχή μου έως θανάτου”.
Τα λόγια αυτά του Χριστού αποτυπώνουν με ενάργεια μία καθαρά ανθρώπινη στιγμή του, προϊόν της απογοήτευσής του από την αδυναμία του λαού να τον κατανοήσει. Δίδαξε και πρόσφερε πολλά για τη σωτηρία του ανθρώπου και εισέπραξε το μίσος και την προτροπή του όχλου προς τους δήμιους με το εμβληματικό «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν».
Ε π ι μ ύ θ ι ο ν
Ένας από τους Αίνους της Μεγάλης Δευτέρας (που τόσο στοίχειωσε στη μνήμη μου ως μία καταγραφή του ρόλου του Χριστού ως Πάσχοντα Θεανθρώπου και μεγάλου Διδασκάλου) αποτυπώνει με περισσή καθαρότητα τη διαχρονική προσφορά της διδασκαλίας, αλλά και της σταυρικής θυσίας του Ιησού:
“Κύριε, τα τελεώτατα φρονείν, τους οικείους παιδεύων Μαθητάς, μη ομοιούσθαι τοις έθνεσι έλεγες, εις το κατάρχειν των ελαχιστοτέρων. Ουχ ούτω γαρ έσται υμίν τοις εμοίς Μαθηταίς, ότι πτωχός θέλων υπάρχω. Ο πρώτος ουν υμών, έστω πάντων διάκονος, ο δε άρχων, ως ο αρχόμενος, ο προκριθείς δε ως ο έσχατος. Και γαρ ελήλυθα αυτός τω πτωχεύσαντι Αδάμ διακονήσαι, δόξα σοι”(Κύριε, διδάσκοντας τους Μαθητές σου να ζητούν την τελειότητα, τους έλεγες να μη μοιάζουν με τους ειδωλολάτρες, να μην εξουσιάζουν τους πιο αδύναμους: Δεν πρέπει να είναι έτσι οι Μαθητές μου, γιατί εγώ είμαι φτωχός με τη θέλησή μου. Ο πρώτος από εσάς να είναι ο υπηρέτης όλων, ο άρχοντας σαν υπήκοος κι αυτός που προηγείται σαν να είναι ο τελευταίος. Γιατί κι εγώ ήρθα να υπηρετήσω τον Αδάμ, που έγινε φτωχός, και να δώσω τη ζωή μου λύτρο, για να σωθούν πολλοί, αυτοί που μου φωνάζουν: Δόξα σοι).
Οι όποιες ενστάσεις και αμφισβητήσεις που διατυπώνονται κατά καιρούς τόσο για την ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού, όσο και για την διδασκαλία και το έργο του γενικότερα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την απάντηση του ίδιου του Χριστού στους Μαθητές του.
Σε αυτήν την απάντηση συμπυκνώνεται η αδυναμία μας να γνωρίσουμε σε βάθος το Πρόσωπο και το έργο του Θεανθρώπου που επέφερε βαθιές και βίαιες ανατροπές στην Ηθική και στην έννοια της Σωτηρίας και του βαθύτερου νοήματος της ανθρώπινης Ζωής.
«Αυτοί είπαν, “Κύριε είσαι ο υιός του θεού μας”.
Ο Ιησούς είπε σ’ αυτούς, ”Πώς με γνωρίζετε; Αληθινά λέγω σε εσάς, καμία γενεά των ανθρώπων που είναι ανάμεσά μας δεν θα με γνωρίσει».(Το Ευαγγέλιο του Ιούδα).
Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ίσως να μην έλαβε ποτέ μία πειστική απάντηση στο διαχρονικό ερώτημά του προς τους Μαθητές του. Ένα ερώτημα που υποβάλλετε σε όλες τις γενεές των ανθρώπων.
“Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;”
Η πορεία του Χριστού στη γη ήταν μία πορεία μοναξιάς και εγκατάλειψης από όλους εκείνους που υπηρέτησε και ευεργέτησε. Γι αυτό, όχι μόνον πάνω στο Σταυρό, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις εξέφρασε με πόνο το παράπονό του για την εγκατάλειψή του από όλους.
“Λαός μου, τι εποίησά σοι, και τι μοι ανταπέδωκας;” (Αντίφωνο Μ.Εβδομάδας).
“Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;” (Θεέ μου,Θεέ μου,γιατί με εγκατέλειψες;)
*ΠΗΓΗ: Blog, “ΙΔΕΟπολις”, Ηλία Γιαννακόπουλου