Γράφει ο Γιώργος Βαΐου
Ο Δήμαρχος, ο Υπουργός και το στραβό γεφύρι, κουβέντα στήσανε οι τρεις στην όχθη στο ποτάμι.
Ξάφνου ακούγεται βοή μέσα από το γκρέμι.
Τι να σας κάνω τώρα εδώ, έτσι που με κοιτάτε, δεν είναι ο έρμος ο Πηνειός που τρέχει μανιασμένος, φταίτε εσείς και το στοιχειό που με έχει ξεριζώσει.
Καθίστε χάμω να σας πω μνήμες και ιστορίες, με δάσκαλους και μαθητές και μ’ έμπορους μυριάδες.
Επαίρνει θάρρος ο Υπουργός από την αντίπερα όχθη.
Στοιχειό τρανό είναι το νερό, στοιχειό και ο αέρας.
Και του απαντά η γέφυρα κι ας ήταν λαβωμένη.
Στοιχειό τρανό είν’ ο άνθρωπος που λέει ότι ξέρει να χτίζει γέφυρες γερές και το νερό να ζεύει.
Και ο Πηνειός σαν άκουσε, βαριά φωνή θα βγάλει.
Γνώρισα μάστορους πολλούς και τόσους αφεντάδες, γέφυρες γνώρισα πολλές που τις διαβαίνει ο κόσμος, που δεν τις σνάζουν οι καιροί και δεν τις σείουν οι ανέμοι, έτσι μπορούν οι ζωντανοί, μα και οι αποθαμένοι, να τις περνούν και να γυρνούν στις πόλεις και στα κάστρα.
Και γύρισαν οι δύο μαζί και πήγαν στο καλό τους.