Με όσα –πολλά και θλιβερά– ακούει κανείς για τη διεθνή κατάταξη της χώρας μας σε διάφορες λίστες ανταγωνιστικότητας, απορεί με την απάθεια της κοινωνίας. Λίγα γράμματα να ξέρεις, λίγα ταξίδια να έχεις κάνει, λίγες εμπειρίες με άξιους ανθρώπους να έχεις, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που χρειάζεται αυτή η χώρα είναι η «απελευθέρωση».
Δεν το αντιλαμβάνεσαι αν είσαι φύσει και θέσει αρνητικός και καχύποπτος σε οποιαδήποτε εκδοχή μπορεί να σε μετακινήσει από τις ευκολίες σου. Ακόμη και αν οι ευκολίες αυτές οδηγούν στη σηψαιμία.
Σήμερα, ορισμένες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης αξιώνουν για τους πολίτες τους καλύτερες συνθήκες διαβίωσης από την εδώ και 37 χρόνια στην ευρωπαϊκή οικογένεια πατρίδα μας. Εδώ, στην άκρη των Βαλκανίων, μια θέση που ποτέ πριν δεν ήταν τόσο σαφής στην κυριολεξία της, θεριεύει ο ενδημικός λαϊκισμός της διαρκούς εξαπάτησης και διαστρέβλωσης. Εδώ, η εξαπάτηση των πολιτών θεωρείται αξεσουάρ της πολιτικής γιατί ούτε δυναμική κοινωνία υπάρχει ούτε ελεγκτικοί μηχανισμοί ούτε θεσμικοί πυλώνες τέτοιοι ώστε το ψεύδος να μην είναι καθεστωτικό.
Οσα επαναλαμβάνει ανερυθρίαστα η κυβέρνηση περί εξόδου από τις μνημονιακές υποχρεώσεις, απευθύνονται σε μια κοινωνία γονατισμένη. Κυρίως από τα ψεύδη. Το χειρότερο δεν είναι που ουδείς διανοείται να διαδηλώσει κατά του αίσχους του ασύλου σε κακοποιά στοιχεία στα ΑΕΙ αλλά ότι μια ολόκληρη γενιά διαπαιδαγωγείται με την εντύπωση ότι καλή κυβέρνηση είναι η κυβέρνηση που αναδιανέμει φόρους, που διορίζει και που κρατάει τους πολίτες ραγιάδες στον ζυγό του κρατισμού και της υπερφορολόγησης. Στην Ελλάδα, η έννοια του επιχειρείν είναι τόσο εξωτική όσο και η έννοια της ορειβασίας στην έρημο. Είμαστε μια παραδοξότητα, και το χειρότερο είναι ότι αυτό δεν ενοχλεί όσο θα έπρεπε.
Αλλά αυτή η παραδοξότητα δεν είναι δυστυχώς απλώς γραφικότητα ή παροδικό φαινόμενο. Είναι τρόπος ζωής, είναι πολιτική κουλτούρα και οικονομική μέγγενη. Κανείς δεν εμπιστεύεται την Ελλάδα. Κανείς δεν θέλει να επενδύσει εδώ όπως επενδύει σε ανταγωνιστικές χώρες. Και αντί αυτό να μας θίγει, αντί να μας πεισμώνει για να προσπαθήσουμε όσο μπορούμε, βυθιζόμαστε σε συζητήσεις για «Ρουβίκωνες», για επιδόματα, για συντάξεις. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας.