Σχέδια για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις
Στην τελική ευθεία βρίσκεται ο σχεδιασμός λύσεων αναδιάρθρωσης δανειακών οφειλών με ευνοϊκότερους όρους από τις εταιρείες διαχείρισης, στον απόηχο των τελευταίων αυξήσεων στα ευρωπαϊκά επιτόκια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι λύσεις που εξετάζονται προβλέπουν τη σημαντική μείωση των περιθωρίων κέρδους σε επαγγελματικά και επιχειρηματικά δάνεια, σε βαθμό που το συνολικό κόστος για τον οφειλέτη να μην ξεπερνά το 5% – 5,5%.
Πρόκειται για ένα μέτρο που προσομοιάζει με το πρόγραμμα εφαρμογής πλαφόν στα κυμαινόμενα επιτόκια των ενήμερων, ρυθμισμένων ή μη στεγαστικών δανείων, το οποίο ενεργοποιήθηκε τον περασμένο μήνα.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα υπάρχει ανώτατο όριο στο ύψος των συνδεδεμένων δεικτών αναφοράς, αλλά μέσω του περιορισμού του spread στη ζώνη του 1,5% – 2% το τελικό αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο.
Η παρέμβαση αυτού του τύπου κρίνεται επιβεβλημένη στην παρούσα συγκυρία για την προώθηση βιώσιμων ρυθμίσεων, δεδομένου ότι οι δείκτες euribor κινούνται πλέον στο 3,3% – 3,5% και θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο το επόμενο διάστημα μετά την τελευταία αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και την επερχόμενη νέα αναπροσαρμογή τους τον Ιούλιο.
Σημειώνεται δε ότι εφόσον προχωρήσει αυτός ο σχεδιασμός, θα αφορά τις αναδιαρθρώσεις που θα γίνονται από εδώ και στο εξής και όχι σε υφιστάμενα ρυθμισμένα δάνεια.
Στα τελευταία προσφέρονται εξατομικευμένες ρυθμίσεις, στη βάση των δυνατοτήτων του οφειλέτη και της τρέχουσας οικονομικής του κατάστασης και μπορεί να περιλαμβάνουν αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, καταβολή μόνο των τόκων για ένα βραχυπρόθεσμο διάστημα ή και μείωση του επιτοκίου.
Διπλή πίεση
Όπως σημειώνουν πηγές από τον κλάδο των διαχειριστών, αυτήν την περίοδο μεγάλος αριθμός δανειοληπτών δέχεται διπλή πίεση.
Από τη μία πλευρά, το κόστος εξυπηρέτησης των οφειλών τους ενισχύεται συνεχώς από το περασμένο φθινόπωρο λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και από την άλλη ο κύκλος εργασιών σε αρκετούς κλάδους βαίνει μειούμενος φέτος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν, κατά τους ίδιους κύκλους, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε τομείς της οικονομίας με ελαστική ζήτηση.
Ο βασικός λόγος της υποχώρησης που καταγράφεται στον κύκλο εργασιών τους είναι η άνοδος των τιμών στα τρόφιμα, που απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών των νοικοκυριών και περιορίζει την κατανάλωση στην υπόλοιπη αγορά.
Αλλαγές στο εξωδικαστικό
Κατά τα άλλα, πέραν των πρωτοβουλιών που θα αναλάβουν το επόμενο διάστημα οι servicers, η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους σε συνεννόηση με την αγορά επεξεργάζεται αυτήν την περίοδο ένα νέο πακέτο αλλαγών με στόχο την επιτάχυνση του έργου των ρυθμίσεων που παράγονται μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Η βασική αλλαγή που εξετάζεται είναι η μείωση του τρόπου υπολογισμού του προσδοκώμενου ποσού ανάκτησης από τη ρευστοποίηση των ενεχύρων που συνοδεύουν τα χρέη ενός οφειλέτη.
Κι αυτό διότι η καθαρή παρούσα αξία των δόσεων μίας ρύθμισης δεν δύναται να υπολείπεται του παραπάνω ποσού.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις που παράγει σήμερα ο αλγόριθμος του εξωδικαστικού μηχανισμού να μην είναι πάντοτε ελκυστικές ή βιώσιμες.
Απόρριψη
Μόνο τυχαίο δεν είναι, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες περίπου 4 στις 10 προτάσεις αναδιάρθρωσης απορρίπτονται από τους οφειλέτες, ενώ την ίδια στιγμή το ποσοστό απόρριψης από τους πιστωτές έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 25%.
Πάντως, δεν πρόκειται για μία εύκολη άσκηση, καθώς η παρέμβαση αυτή επηρεάζει όλη την αγορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στις αποφάσεις που θα ληφθούν.
Στους servicers εκτιμούν ότι εφόσον εφαρμοστεί το νέο πακέτο αλλαγών, θα επιταχυνθεί σημαντικό το έργο της αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους.
Υπενθυμίζεται ότι για το σύνολο του 2023 ο κλάδος στοχεύει στην προώθηση ρυθμίσεων σε δάνεια ύψους 7 δισ. ευρώ.
Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους αναμένει από την πλευρά της σε ένα βασικό σενάριο την αναδιάρθρωση οφειλών ύψους 1,9 δισ. ευρώ μέσα στους επόμενους 5 μήνες μέσω του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ενώ στο αισιόδοξο σενάριο ο πήχης ανεβαίνει στα 2,3 δισ. ευρώ.
Πηγή ΟΤ