Γιατί οι βαθμοί που παίρνουν στις Πανελλαδικές είναι αισθητά χαμηλότεροι από αυτούς που έχουν στο απολυτήριο λυκείου
Λίγο πάνω από τη βάση του 10! Αυτόν τον βαθμό παίρνουν οι Ελληνες μαθητές. Στην κορυφαία στιγμή της σχολικής τους διαδρομής, τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, όπου επιδιώκουν να πετύχουν το καλύτερο δυνατό και η βαθμολόγηση είναι αυστηρή και αδιάβλητη, έχουν μέσον όρο 11,5!
Τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Καθημερινή» είναι αποκαλυπτικά, όχι μόνο διότι σκιαγραφούν έναν μέσο μαθητή μετριότατου επιπέδου, αλλά και διότι καταδεικνύουν ένα δομικό πρόβλημα του ελληνικού σχολείου: την απουσία ουσιαστικής αξιολόγησης με ευθύνη και των γονιών, που «βαθμοθηρούν» υπέρ των παιδιών τους.
Ειδικότερα, από την επεξεργασία από τον μαθηματικό-αναλυτή Στράτο Στρατηγάκη των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων για το 2022, προκύπτει πως οι μέσες επιδόσεις των υποψηφίων ανά επιστημονικό πεδίο κυμαίνονται από 10,45 έως 12,03. Συγκεκριμένα, για τους υποψηφίους του 1ου επιστημονικού πεδίου (κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές: νομικές, φιλολογίες, παιδαγωγικά κ.λπ.) ο μέσος όρος είναι 11,35 και για εκείνους του 2ου πεδίου (θετικές και τεχνολογικές σπουδές: πολυτεχνεία, τμήματα φυσικής, μαθηματικών κ.λπ.) 11,87.
Τον υψηλότερο μέσο όρο «έπιασαν» οι υποψήφιοι για τις σχολές υγείας (3ο πεδίο: ιατρικές κ.λπ.), ενώ στον αντίποδα οι υποψήφιοι του 4ου πεδίου (σχολές οικονομίας και πληροφορικής) είχαν τον χαμηλότερο μέσο όρο: 10,45. Στην ίδια βαθμολογική κλίμακα κινούνται οι μέσες επιδόσεις για κάθε μάθημα ανά επιστημονικό πεδίο: από 10,3 έως 13,78. Ωστόσο, ξεχωρίζει το 6,81 που είναι η μέση επίδοση των υποψηφίων πληροφορικής και οικονομίας στα μαθηματικά.
«Το σχολείο έχει διαφορετική στόχευση από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, που είναι ένας διαγωνισμός συνολικά 12 ωρών. Το σχολείο έχει γενικό στόχο να προσφέρει στα παιδιά γνώσεις ως μορφωτική βάση και να αναπτύσσει τις δεξιότητές τους, ενώ οι Πανελλαδικές είναι μια διαδικασία σκληρής αξιολόγησης.
Ομως, δεν μπορεί να μη μας προβληματίζουν οι μέσες επιδόσεις των υποψηφίων για το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς είναι βέβαιο ότι αποτελούν καθρέφτη της εικόνας των μαθητών έπειτα από 12 χρόνια στα μαθητικά έδρανα», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» ο φιλόλογος Παύλος Βελιτζέλος. Βεβαίως, για τις σχολικές βαθμολογίες συναξιολογείται και η παρουσία κάθε μαθητή μέσα στην τάξη, η προσπάθειά του, η προθυμία του. Μια από τις αιτίες που οι επιδόσεις των Πανελλαδικών είναι χαμηλότερες των ενδοσχολικών αποτελεί η πίεση και το άγχος των υποψηφίων σε σύγκριση με το φιλικό σχολικό περιβάλλον του σχολείου.
«Εχουμε επιλέξει ως κοινωνία το λύκειο να είναι μια βαθμίδα εύκολη, που οι μαθητές προάγονται χωρίς δυσκολία και οι βαθμοί είναι σχεδόν εικονικοί. Ολα κρίνονται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις», προσθέτει ο κ. Βελιτζέλος. Από την άλλη, όπως ανέφερε στην «Κ» ο κ. Στρατηγάκης, «οι μαθητές και οι γονείς τους νομίζουν ότι βρίσκονται στο 14-15 και η βαθμολογική κλίμακα που αποτυπώνει πραγματικά τη μαθησιακή εικόνα του μαθητή είναι πολύ χαμηλότερη». Ποιος δεν έχει ακούσει γονείς να καυχιόνται ότι το παιδί είναι του… 19; Με τα αποτελέσματα έρχεται η προσγείωσή τους.
Ρόλο παίζει και η πολιτική επιλογή που έχει υιοθετηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όλοι οι μαθητές να ολοκληρώνουν το λύκειο προς τα ΑΕΙ. Μάλιστα, εάν ένας μαθητής έχει 8 σε βασικά μαθήματα και 12 σε γυμναστική, αγγλικά και θρησκευτικά μπορεί να προαχθεί. «Η βαθμολόγηση στο σχολείο είναι πολύ επιεικής. Ο εκφυλισμός των βαθμών ξεκίνησε από την περίοδο των Δεσμών, όταν οι ενδοσχολικές επιδόσεις μετρούσαν για τα συνολικά μόρια των υποψηφίων», τονίζει μιλώντας στην «Κ» ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων Γεώργιος Δάσιος.
Τότε άρχισε η πίεση των γονιών προς τους καθηγητές για υψηλούς βαθμούς και οι διαμαρτυρίες για… ψύλλου πήδημα ότι το παιδί αδικείται. Οπως λέει μεταφορικά ο κ. Δάσιος, «τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν ο καθηγητής και ο γονιός σύμμαχοι απέναντι στο παιδί. Τώρα ο γονιός και το παιδί είναι σύμμαχοι εναντίον του εκπαιδευτικού».